Jump to content

Δημητρης

Super Συντονιστής
  • Μηνύματα

    1030
  • Εγγραφή

  • Πόντοι

    72

Δημοσιεύσεις δημοσιεύτηκε από Δημητρης

  1. Eτσι ειναι παράλληλα και οι 2 κεραίες και ειναι λάθος καθώς χαλάει και η αντίστασή της.Αυτο που μπορείς να κάνεις εκτός τον έλεγχο που σου είπα ειναι να βγάλεις για δοκιμή την δεύτερη και να αφήσεις μόνο του Υμηττού για δοκιμή. 

  2. Όπως είπε και ο Ιωάννης το ποιο πιθανών ειναι στη συγκεκριμένη συχνότητα για καποιο λόγο να έχεις χαμηλό σήμα. Δοκιμασε να μπεις στο μενού στην tv είτε σαν έλεγχος σήματος είτε στα διαγνωστικά, την ώρα που είσαι σε ένα κανάλι που παίζει καλά και μετά κανε το ίδιο σε ένα από αυτά που κάνει παγώματα. Δες το σήμα και στης 2 περιπτώσεις καθώς και το ber αν υπάρχει.

    Οι 2 κεραίες uhf πως έχουν συνδεθεί? με καλώδια και με ταινία δηλαδή? Φυσικά και ειναι λάθος αυτό, χρειάζεσαι η έναν ενισχυτή με 2 εισόδους uhf η μίκτη με 2 εισόδους uhf. 

  3. Λοιπών μια και εχω ξεμείνει από δέκτες, ο τελευταίος dreambox έφυγε πριν 3-4 μήνες. Σκέφτομαι μια και εχω στην άκρη κατι χρήματα να αγοράσω έναν καινούργιο αλλα όχι dreambox αυτή την φορά.

    Με τιμή μαχ ας πούμε 100 ευρώ εχει να προτείνει καποιος ένα καλό δεκτακι? :confused:

  4. 4 ωρες πριν , Ο ioanis έγραψε

    Xάσαμε τον  (transporter245 Γιάννη) έχει κανείς νέα του ;

    Oπως εχω γράψει ο γιαννης δεν εχει δικό του internet αλλα παίρνει ασύρματα απο έναν γείτονα και πολλες φορές πέφτει χωρείς να μπορεί να κάνει τίποτα. 

  5. Με τον GEORGE M μιλήσαμε στο skype προχθες, ειναι καλά αλλα προς το παρόν δεν μπαίνει σε κανένα sites απ ότι μου είπε. Θα ειναι μαζί μας ξανά σε λίγο καιρό. 

  6. Αυτο που καταλαβαίνω απο το video ειναι οτι βλεπω καποιον να πλησιάζει με μια συσκευή που κρατάει στο χέρι το σπιτι, και σε δευτερόλεπτα να ξεκλειδώνει το αμαξι... Ο δε χρόνος απο το που μπήκαν μέσα μέχρι να το βάλουν μπροστά ειναι κάπου 50 sec.....  :classic_ohmy:

    Αν και μου δημιουργεί ερωτήματα για τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαν με τον γνωστο τρόπο μέσω λοστού η μέσω ιδικής λάμας να παραβιάσουν την ασφάλεια της πόρτας. 

    Σίγουρα θα πρέπει οι κατασκευαστες να κάτσουν κάτω και να βρουν τρόπο να φτιάξουν ποιο ασφαλές συστήματα. 

  7. Ο Γιάννης εχει πει ότι δεν εχει δικό του internet και οτι παίρνει ασύρματα από έναν γείτονα του και πολλες φορές πέφτει.

    Ο Γιώργος μου ειχε πει πριν καιρό στο  skype οτι είχε κάτι προβλήματα υγείας γι αυτό δεν εμπαινε συχνά, Εχω καιρό να τον δω online  και στο skype ελπιζω να ειναι καλά. :classic_blink:

  8. Το DiSEqC είναι ένα πρωτόκολλο επικοινωνίας, ανάμεσα στους δορυφορικούς δέκτες και στον περιφερειακό

    δορυφορικό εξοπλισμό.

    Το σύστημα δημιουργήθηκε από την Eutelsat , με σκοπό να αυξηθούν στο έπακρο οι δυνατότητες του περιφερειακού εξοπλισμού,μέσω του κοινού ομοαξονικού καλωδίου, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του δορυφορικού σήματος, από το LNB προς το δορυφορικό δέκτη.

    Το πρωτόκολλο ξεκίνησε με την έκδοση 1.0, που αποτελεί την απλούστερη μορφή και επιτρέπει λειτουργία διακόπτη ( switch ), ανάμεσα σε 4 LNBs .

    Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να έχουμε σήμα από τέσσερις διαφορετικούς δορυφόρους, με άμεση επιλογή και μετάβαση στο συγκεκριμένο LNB της προτίμησής μας, μόνο με εντολές από το δέκτη.

    Στην πραγματικότητα, εκείνο που εμείς επιλέγουμε, είναι απλά το κανάλι και το DiSEqC αναλαμβάνει μέσω των αποθηκευμένων πληροφοριών του καναλιού, να επιλέξει το LNB , που στοχεύει το συγκεκριμένο δορυφόρο και να μας φέρει μόνο αυτό το σήμα στο δέκτη.

    Η έκδοση DiSEqC 1.1 επέτρεψε την κλιμακωτή επέκταση του πρωτοκόλλου 1.0 τέσσερις φορές, έτσι ώστε να μπορούμε να συνδυάσουμε 4 ανεξάρτητους διακόπτες DiSEqC σε έναν κοινό και να δεχθούμε σήμα από 16 διαφορετικά LNBs .

    Οι δύο πρώτες εκδόσεις του DiSEqC αφορούσαν μόνο λειτουργία switching (μετάβασης) σε διαφορετικά LNBs , η έκδοση 1.2 όμως, πρόσθεσε τη δυνατότητα χρήσης μοτέρ για κίνηση μικρών αλουμινένιων

    πιάτων (μέχρι 1.2 m ) χωρίς actuator , με τάση, που δίνεται από το δέκτη και με τη χρήση των εντολών του πρωτοκόλλου.

     

    Όλες οι υποεκδόσεις του DiSEqC (1.0, 1.1, 1.2) που περιγράψαμε παραπάνω, υποστηρίζονται από την πιο πρόσφατη έκδοση 2.0, με τη διαφορά ότι η έκδοση αυτή είναι αμφίδρομη. Έτσι, κάθε φορά που αποστέλλεται εντολή από το δέκτη ( master ) προς τα περιφερειακά (slaves ), αυτά στέλνουν στη συνέχεια, απάντηση προς το δέκτη.

    DiSEqC (Digital Satellite Equipment Control), προφέρεται "Die-sec", είναι ένα ειδικό πρωτόκολλο επικοινωνίας για χρήση μεταξύ δορυφορικών δεκτών και μια συσκευή όπως ένα πολύ-διακόπτη

    πιάτου ή ένα πιάτο με μοτέρ. Το DiSEqC αναπτύχθηκε από το Ευρωπαϊκό δορυφόρο provider Eutelsat .Το DiSEqC στηρίζεται μόνο σε ένα ομοαξονικό καλώδιο για τη μετάδοση των δεδομένων σημάτων και ενέργειας.

    Τα DiSEqC χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των διακοπτών και για κινητήρες (μοτέρ) , επίσης για σωστή τους λειτουργία χρειάζεται τάση 13/18 Volt και 22 kHz, ήχο ή ToneBurst / MiniDiSEqC .

    Τα DiSEqC επίσης είναι συμβατά και με όλα τα actuators που χρησιμοποιούνται για να περιστρέψετε ένα μεγάλο πιάτο λήψης μπάντας C .

     

    Μια σειρά από παραλλαγές των DiSEqC που υπάρχουν: 

    * DiSEqC 1.0, που επιτρέπει την εναλλαγή μεταξύ μέχρι 4 δορυφορικών πηγών

    * DiSEqC 1.1, που επιτρέπει την εναλλαγή μεταξύ έως και 16 δορυφορικών πηγών

    * DiSEqC 1.2, που επιτρέπει την εναλλαγή μεταξύ έως και 16 πηγές, και τον έλεγχο μίας απλής

    οριζόντιας κίνησης του μοτέρ.


    * DiSEqC 2.0, που προσθέτει αμφίδρομης επικοινωνίας με DiSEqC 1,0 

    * DiSEqC 2.1, που προσθέτει αμφίδρομης επικοινωνίας με DiSEqC 1,1 

    * DiSEqC 2.2, που προσθέτει αμφίδρομης επικοινωνίας με DiSEqC 1,2

     

    Το πρωτόκολλο ξεκίνησε με την έκδοση 1.0, που αποτελεί την απλούστερη μορφή

    και επιτρέπει λειτουργία διακόπτη ( switch ), ανάμεσα σε 4 LNBs . Με αυτόν

    τον τρόπο, μπορούμε να έχουμε σήμα από τέσσερις διαφορετικούς δορυφόρους, με

    άμεση επιλογή και μετάβαση στο συγκεκριμένο LNB της προτίμησής μας, μόνο με

    εντολές από το δέκτη. Στην πραγματικότητα, εκείνο που εμείς επιλέγουμε,

    είναι απλά το κανάλι και το DiSEqC αναλαμβάνει μέσω των αποθηκεμένων

    πληροφοριών του καναλιού, να επιλέξει το LNB , που στοχεύει το συγκεκριμένο

    δορυφόρο και να μας φέρει μόνο αυτό το σήμα στο δέκτη.

     

    Η έκδοση DiSEqC 1.1 επέτρεψε την κλιμακωτή επέκταση του πρωτοκόλλου 1.0 τέσσερις φορές, έτσι ώστε να μπορούμε να συνδυάσουμε 4 ανεξάρτητους διακόπτες DiSEqC σε έναν κοινό και να δεχθούμε σήμα από 16 διαφορετικά LNBs

    .Οι δύο πρώτες εκδόσεις του DiSEqC αφορούσαν μόνο λειτουργία switching (μετάβασης) σε διαφορετικά LNBs.

    Η έκδοση 1.2 όμως, πρόσθεσε τη δυνατότητα χρήσης μοτέρ για κίνηση μικρών αλουμινένιων πιάτων (μέχρι 1.2 m ) χωρίς actuator , με τάση, που δίνεται από το δέκτη και με τη χρήση των εντολών του πρωτοκόλλου.

     

    Όλες οι υποεκδόσεις του DiSEqC (1.0, 1.1, 1.2) που περιγράψαμε παραπάνω, υποστηρίζονται από την πιο πρόσφατη έκδοση 2.0, με τη διαφορά ότι η έκδοση αυτή είναι αμφίδρομη. Έτσι, κάθε φορά που

    αποστέλλεται εντολή από το δέκτη ( master ) προς τα περιφερειακά ( slaves ), αυτά στέλνουν στη συνέχεια, απάντηση προς το δέκτη.

    http://www.lds.gr

  9. Οι δορυφόροι είναι στη βάση τους αναμεταδότες. Δηλαδή λειτουργούν σαν δέκτες, όταν λαμβάνουν το σήμα από τους επίγειους σταθμούς μετάδοσης (uplink), και σαν πομποί, όταν το στέλνουν πίσω στη Γη (downlink). Το μέσο επικοινωνίας είναι τα ραδιοκύματα. Όπως και στις επίγειες μεταδόσεις τηλεόρασης και ραδιοφώνου, έτσι κι εδώ η πληροφορία μεταδίδεται μας με τη βοήθεια ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος υψηλής συχνότητας, που ονομάζεται φέρον κύμα. (Η επίγεια μετάδοση τηλεόρασης γίνεται στις γνωστές μπάντες VHF και UHF που καλύπτουν ένα εύρος ζώνης μερικών δεκάδων MegaHertz ).

     

    Φάσμα συχνοτήτων

    Στις δορυφορικές μεταδόσεις, η πληροφορία (δηλαδή το οπτικοακουστικό σήμα) έχει και αυτή τη μορφή ηλεκτρομαγνητικού κύματος σημαντικά χαμηλότερης όμως συχνότητας, που για να μεταφερθεί χωρίς απώλειες είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί, να «κρυφτεί» δηλαδή, μέσα στο υψίσυχνο φέρον κύμα που έχει και πολύ καλύτερα χαρακτηριστικά μετάδοσης. Ο διεθνής οργανισμός ITU (International Telecommunication Union), έχει καθορίσει ότι οι δορυφορικές μεταδόσεις θα γίνονται στο κομμάτι του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος από 2,5 GHz έως 220 GΗz. Πρόκειται για πολύ υψηλές συχνότητες της τάξης των δισεκατομμυρίων Ηz. Σε αυτές τις συχνότητες το μήκος κύματος των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων είναι πολύ μικρό και γι’ αυτό τα αποκαλούμε και μικροκύματα. Τα μεγέθη, συχνότητα και μήκος κύματος, είναι αντιστρόφως ανάλογα. Υψηλότερη συχνότητα σημαίνει μικρότερο μήκος κύματος. Μικρό μήκος κύματος με τη σειρά του σημαίνει μικρότερη κεραία λήψης, ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο στη δορυφορική λήψη.

     

    Χαρακτηριστικά μικροκυμάτων

    Τα μικροκύματα έχουν χαρακτηριστικά αρκετά όμοια με αυτά του ορατού φωτός, με κυριότερο χαρακτηριστικό το ότι δεν εμποδίζονται ούτε ανακλώνται από την ιονόσφαιρα, όπως για παράδειγμα τα βραχέα κύματα. Επιπλέον έχουν εξαιρετική κατευθυντικότητα, δηλαδή ταξιδεύουν σχεδόν σε ευθεία γραμμή με μικρές σχετικά αποκλίσεις. Η επιλογή αυτή είναι πρακτικά αναγκαία, αν θέλουμε να μεταφέρουμε πολλά τηλεοπτικά κανάλια σε μια εκπομπή, αφού κάθε δορυφορικό κανάλι χρειάζεται μια περιοχή γύρω στα 36 MHz οπότε, αν θέλουμε, π.χ., να μεταφέρουμε 100 κανάλια, το συνολικό απαιτούμενο φάσμα θα είναι 36 x100 = 3.6000 ΜΗz. Αν, λοιπόν, το «πρόγραμμα (η διαμόρφωση) είναι 3.6000 ΜΗz είναι επόμενο η βασική συχνότητα εκπομπής (φέρουσα) να είναι σημαντικά υψηλότερη. Η δυνατότητα κάλυψης μεγάλων περιοχών και η εκπομπή πολλών καναλιών από ένα δορυφόρο οδηγούν, στην ανάγκη ακόμη υψηλότερης συχνότητας εκπομπής.

     

    Μπάντες μικροκυμάτων

    Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που τα μικροκύματα χρησιμοποιήθηκαν σε συστήματα ραντάρ, οι μηχανικοί που τα εξέλιξαν, τα χώρισαν σε μπάντες, στις οποίες και έδωσαν ονόματα από γράμματα του αλφάβητου. Έτσι από 2 έως 3 GΗz έχουμε την μπάντα S, από 3 έως 6 GHz την μπάντα C, από 7 έως 9 GΗz την μπάντα X, από 10 έως 17 GΗz την μπάντα Κu που είναι η δημοφιλέστερη, αφού εκεί εκπέμπονται σήμερα τα περισσότερα δορυφορικά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιόφωνα, και τέλος από 18 έως 22 GΗz την μπάντα Κa.

     

    Μετάδοση και λήψη

    Η μετάδοση από τον επίγειο σταθμό προς το δορυφόρο (uplink) γίνεται σε διαφορετική συχνότητα από αυτήν της μετάδοσης από το δορυφόρο προς τη Γη. Αυτό γίνεται, για να αποφεύγονται οι παρεμβολές. Έτσι, αφού το σήμα σταλεί από τον επίγειο σταθμό προς το δορυφόρο, αυτός με τη βοήθεια των transponder του θα το λάβει και θα το στείλει πίσω στη Γη. Οι transponder των δορυφόρων είναι στην ουσία οι αναμεταδότες τους. Αυτοί ξεπερνάνε πολλές φορές ακόμα και τους 50 σε αριθμό και έργο τους είναι να λάβουν, με την κεραία λήψης και το δέκτη που διαθέτουν, το σήμα από τη Γη, να του αλλάξουν συχνότητα, να το ενισχύσουν και στη συνέχεια να το στείλουν πίσω στη Γη με τον πομπό και την κεραία εκπομπής.

     

    Η πλειονότητα των τηλεοπτικών, δορυφορικών μεταδόσεων γίνεται σήμερα στις μπάντες Κu από 10,7 έως 12,750 Ηz και στην μπάντα C από 3,5 έως 4,20 Ηz. Ένας δορυφόρος διαθέτει συνήθως transponder που εκπέμπουν και στις δύο αυτές μπάντες. Η μπάντα C χρησιμοποιείται και σε επίγειες εφαρμογές, κάτι που υπαγορεύει τη δορυφορική εκπομπή όχι και τόσο ισχυρών σημάτων προς αποφυγή παρεμβολών. Αντίθετα οι transponder που χρησιμοποιούν την μπάντα Κu, δεν δεσμεύονται από τέτοιους περιορισμούς, κάτι που τους έχει κάνει ιδιαίτερα δημοφιλείς. Το αποτέλεσμα όμως είναι να γίνονται εξαιρετικά λίγες οι διαθέσιμες συχνότητες σε αυτή την μπάντα (Ku) αφού κάθε transponder χρειάζεται ένα συγκεκριμένο κομμάτι της μπάντας για τη μετάδοση του και το ίδιο κομμάτι της μπάντας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλο transponder που εκπέμπει προς την ίδια κατεύθυνση ούτε στον ίδιο αλλά ούτε και σε γειτονικούς δορυφόρους.

     

    Τεχνικές μετάδοσης

    Αυτό έχει οδηγήσει στην εφαρμογή ορισμένων τεχνικών που επιτρέπουν την αποτελεσματική χρήση του κομματιού αυτού της μπάντας που διαθέτουμε. Δύο από αυτές είναι οι πιο γνωστές και χρησιμοποιούνται ευρέως σήμερα από πάρα πολλούς δορυφόρους. Στην πρώτη, δύο transponder χρησιμοποιούν την ίδια συχνότητα εκπομπής, αλλά στέλνουν το σήμα τους σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις και έτσι δεν προκαλούνται παρεμβολές. Στην δεύτερη γίνεται πάλι η χρήση της ίδιας συχνότητας προς την ίδια κατεύθυνση αλλά με διαφορετική πολικότητα. Με τον όρο πολικότητα εννοούμε τη διεύθυνση του σήματος εκπομπής, που μπορεί να είναι είτε οριζόντια είτε κάθετη, αν χρησιμοποιούμε γραμμική μετάδοση, ενώ αν η μετάδοση μας είναι κυκλική, τότε η πολικότητα μπορεί να είναι είτε δεξιόστροφη είτε αριστερόστροφη. Με αυτόν τον τρόπο διπλασιάζουμε στην πράξη το εύρος συχνοτήτων, χωρίς να αντιμετωπίζουμε προβλήματα παρεμβολών. Ειδικότερα για την κυκλική μετάδοση να πούμε ότι, επειδή αυτήν την συναντάμε στους ισχυρούς δορυφόρους DBS που ούτως ή άλλως δεν έχουν πρόβλημα συνωστισμού στην μπάντα, γιατί οι transponder είναι λίγοι, γινεται χρηση της της τεχνικής με τις διαφορετικές πολικότητες για εκπομπές από transponder γειτονικών δορυφόρων στην ίδια συχνότητα. Η εκπομπή σήματος με διαφορετική πολικότητα βεβαια μπορεί να λύνει εν μέρει το πρόβλημα, δημιουργεί όμως την ανάγκη, για πρόσθετο εξοπλισμό από την πλευρά του δέκτη που πρέπει να συντονιστεί κάθε φορά σε κάποια διαφορετική πολικότητα.

     

    Το δεδομένο είναι πως ο αριθμός των transponder και μάλιστα σε γειτονικές θέσεις στην τροχιά Clark, συνεχώς αυξάνει εξαντλώντας τα περιθώρια της μπάντας Κυ, ακόμα και με τη χρήση των παραπάνω τεχνικών. Αυτό έχει βάλει στο τηλεοπτικό, δορυφορικό τοπίο και την μπάντα Κa, στην οποία και γίνονται δοκιμές εκπομπής και δορυφορικού τηλεοπτικού σήματος ώστε σύντομα να χρησιμοποιηθεί.

    satspot.gr

     

  10. Η Ηλιακή παρεμβολή είναι φαινόμενο που συμβαίνει δύο φορές τον χρόνο, κατά τη διάρκεια της εαρινής και της φθινοπωρινής Ισημερίας.

    Το φαινόμενο αυτό στην ουσία δεν θα μας απασχολούσε καθόλου, εάν δεν υπήρχε η δορυφορική λήψη, με άλλα λόγια δεν πρόκειται για κάποιο φαινόμενο, όπως π.χ. η έκλειψη ηλίου, η οποία είναι ορατή, αλλά μία «σύμπτωση», που προκαλεί αρκετή αναστάτωση στους δορυφορικούς οργανισμούς, οι οποίοι παίρνουν τα ανάλογα μέτρα για να μην διακοπεί η εκάστοτε τηλεπικοινωνιακή κίνηση.

     

    Για να κατανοηθεί πλήρως το φαινόμενο, θα περιγράψουμε τη γεωμετρία Ήλιου-Γης, καθώς και τη μορφή της τροχιάς της τελευταίας.

    Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, που αφορά το εν λόγω φαινόμενο, είναι ότι ο άξονας Βόρειου-Νότιου πόλου της Γης δεν είναι κάθετος στο επίπεδο της τροχιάς της τελευταίας, αλλά παρουσιάζει μία κλίση 23.44 μοιρών, η οποία μάλιστα μειώνεται κατά 47 δεύτερα της μοίρας κάθε ...αιώνα.

    Λόγω του ότι στη Γη, βλέπουμε τον Ήλιο σαν να κινείται αυτός, υπάρχει ο όρος «φαινομενική κίνηση του Ήλιου». Εάν εστιάσουμε σε μία πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, με δεδομένη την κλίση του άξονα Βόρειου-Νότιου πόλου που αναφέραμε παραπάνω, τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο Ήλιος δεν βρίσκεται σταθερά στο επίπεδο του Ισημερινού (ευτυχώς για τους γεωστατικούς δορυφόρους), αλλά παρουσιάζει μία απόκλιση που μεταβάλλεται από +23.44 μοίρες μέχρι -23.44 μοίρες, όπου έχουμε το θερινό και χειμερινό ηλιοστάσιο αντίστοιχα.

    Κατά τη διάρκεια μίας πλήρους περιφοράς της Γης γύρω από τον Ήλιο, η απόκλιση που αναφέραμε μηδενίζεται δύο φορές (πρόκειται για τις περιόδους που συμβαίνει η ηλιακή παρεμβολή στη δορυφορική λήψη, δηλαδή λίγο πριν τη εαρινή και λίγο μετά τη φθινοπωρινή Ισημερία).

    Κοντά στις Ισημερίες, όπου η απόκλιση του Ήλιου από το επίπεδο του Ισημερινού είναι περίπου μηδέν, η εν λόγω απόκλιση μεταβάλλεται κατά 0.4 μοίρες την ημέρα, ενώ η φαινομενική τροχιά του Ήλιου γύρω από τη Γη διαγράφει τόξο 0.25 μοιρών το λεπτό.

    Ηλιακή παρεμβολή και ...δορυφορικά «πιάτα»

    Όπως αναφέραμε παραπάνω, δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στο φαινόμενο της ηλιακής παρεμβολής, γιατί επηρεάζει τη δορυφορική μας λήψη. Όσον αφορά το βόρειο ημισφαίριο, στο οποίο ανήκει η χώρα μας, λίγο πριν την εαρινή και λίγο μετά τη φθινοπωρινή Ισημερία, ο Ήλιος «περνάει» από την ευθεία κατόπτρου-δορυφόρου, με αποτέλεσμα το κάτοπτρο να σκοπεύει κατευθείαν στον Ήλιο. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι στιγμιαίο, αλλά αρχίζει σταδιακά, επιδεινώνεται μέχρι ένα μέγιστο και στη συνέχεια μειώνεται μέχρι να εκμηδενιστεί.

     

    Η ευθυγράμμιση του Ήλιου με την ευθεία δορυφόρου-«πιάτου» έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της λήψης, έως και την πλήρη διακοπή της, ενώ η ποσότητα της επιδείνωσης εξαρτάται άμεσα από τη διάμετρο του κατόπτρου. Όπως έχουμε αναφέρει κατά καιρούς, ένα από τα τεχνικά χαρακτηριστικά των «πιάτων» είναι το εύρος δέσμης μισής ισχύος, το οποίο αλλιώς ονομάζεται και εύρος δέσμης των 3 dB.

    Ένα κάτοπτρο 80 εκατοστών παρουσιάζει ένα εύρος δέσμης της τάξης των 2.2 μοιρών, ενώ ένα κάτοπτρο 3 μέτρων παρουσιάζει εύρος δέσμης μόλις μισής μοίρας.

    Το εύρος δέσμης ενός «πιάτου», είναι αντιστρόφως ανάλογο με τη συχνότητα, δηλαδή για μεγαλύτερες συχνότητες το εύρος δέσμης μειώνεται και αντίστοιχα αυξάνεται το λεγόμενο «κέρδος».

    Για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου, θα πρέπει να αντιστοιχίσουμε το εύρος δέσμης ενός κατόπτρου με αυτό του ....οπτικού μας πεδίου.

    Το αποτέλεσμα της ευθυγράμμισης Ήλιου-δορυφόρου-κατόπτρου

    Ο Ήλιος καταλαμβάνει στο οπτικό μας πεδίο εύρος μισής μοίρας, ενώ είναι προφανές ότι δεν αλλάζει τίποτε και για ένα δορυφορικό κάτοπτρο.

     

    Στην περίπτωση που ένα δορυφορικό κάτοπτρο παρουσιάζει εύρος δέσμης μικρότερο της μισής μοίρας, τότε κατά την ευθυγράμμιση το κάτοπτρο δεν θα «βλέπει» τίποτε άλλο παρά μόνο τον Ήλιο, συνεπώς θα δέχεται και τον αντίστοιχο ηλεκτρομαγνητικό θόρυβο, ο οποίος όμως στην περίπτωση του Ήλιου ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες βαθμούς Kelvin. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της «απελπιστικής» κατάστασης θα είναι η πλήρης διακοπή της λήψης.

    Όταν ένα κάτοπτρο είναι μικρότερο των 3 μέτρων, τότε το εύρος δέσμης μισής ισχύος είναι αντίστοιχα μεγαλύτερο της μισής μοίρας, συνεπώς κατά την ευθυγράμμιση το «πιάτο» δεν θα βλέπει αποκλειστικά τον Ήλιο, ή - με άλλα λόγια - μόνο ένα ποσοστό του ηλεκτρομαγνητικού θορύβου του Ήλιου θα επιδράσει στη λήψη κι έτσι η επιδείνωση θα είναι πιο ήπια. Για παράδειγμα, σε ένα κάτοπτρο 80 εκ.-1.20 μ, η επίδραση από την ευθυγράμμιση του Ήλιου είναι ανάλογη με αυτήν από μια βροχόπτωση.

    Το φαινόμενο αρχίζει να υφίσταται, όταν ο Ήλιος αρχίζει να εισέρχεται στη δέσμη λήψης του κατόπτρου και διαρκεί τόσο περισσότερες ημέρες, όσο μικρότερο είναι το κάτοπτρο. Για ένα κάτοπτρο 80 εκατοστών, ένα ποσοστό του Ήλιου έως και ολόκληρος θα βρίσκεται μέσα στη δέσμη λήψης του για 9 ημέρες, ενώ η μέγιστη επίδραση θα ισχύει για 3 ημέρες.

    Όσον αφορά τις διαμέτρους των κατόπτρων, υπάρχει και η περίπτωση να μην συμβεί καθόλου η ηλιακή επίδραση, αλλά αυτό ισχύει για πολύ μεγάλα κάτοπτρα με εξαιρετικά μικρή δέσμη, για την οποία ο Ήλιος περνάει πάνω και κάτω από αυτή.

    Επίσης, να αναφέρουμε ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα του Ήλιου εκπέμπονται σε τυχαίες πολώσεις, ενώ τα δορυφορικά κάτοπτρα λαμβάνουν κάθε φορά ή την οριζόντια ή τη κάθετη πόλωση (εκτός από τις κυκλικές πολώσεις), συνεπώς η επίδραση του θορύβου από τον Ήλιο είναι η μισή από την κανονική.

    Τι πρέπει να προσέξετε

    Κατά τη διάρκεια του φαινομένου, εστιάζεται θερμότητα στο LNB που σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος καταστροφής του, ειδικά εάν έχουμε και συσσώρευση υγρασίας.

    Ο κίνδυνος είναι σαφώς μεγαλύτερος σε μεγάλα και άσπρα κάτοπτρα 2.40-3 μέτρων, στα οποία καλό θα είναι να προστατεύετε με κάποιο τρόπο τα LNB σας, κατά τη διάρκεια του φαινομένου.

    του Περικλή Παντολέων

  11. Για να κατανοήσουμε την ιστορία της δορυφορικής τηλεόρασης, θα πρέπει πρώτα να πάνε όλα το δρόμο για την επιστροφή το 1950 κατά τη διάρκεια του αγώνα μεταξύ του χώρου των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η πρώτη δορυφορική στην τροχιά της Γης ήταν Σπούτνικ, που ξεκίνησε από τους Ρώσους το 1957. Θα ήταν 6 χρόνια αργότερα μέχρι τις πρώτες δορυφορικές επικοινωνίες ξεκίνησε. Αυτό ήταν το δορυφόρο που αναπτύχθηκε από δύο μεγάλες εταιρείες και κρατικούς φορείς. Ήταν κάλεσε Syncom II και πήγε σε ένα κύκλο του τροχιά 22.300 μίλια πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Η χρήση αυτού του δορυφόρου, η πρώτη των τηλεπικοινωνιών πραγματοποιήθηκε μεταξύ ενός αμερικανικού ναυτικού το πλοίο στο λιμάνι στη Νιγηρία και ένα σταθμό στη ναυτική Lakehurst New Jersey, ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1963

    Ωστόσο, δεν ήταν μέχρι τις 15 χρόνια αργότερα, ότι η τακτική τηλεοπτικά σήματα που μεταδίδονται μέσω δορυφόρων. Τηλεόραση άρχισε να εκπέμπει με δορυφορικά στις 1 Μαρτίου 1978 και από το σημείο αυτό όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα που ενέκρινε αυτό το στυλ των επικοινωνιών ως το κύριο μέσο για την διανομή σε δίκτυο μέσω θυγατρικών 1984.

    Στο σημείο αυτό, πολλοί άνθρωποι που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές που δεν ήταν σε θέση να δείτε την κανονική μετάδοση τηλεοπτικών αγόρασε DTH (απευθείας στο σπίτι) κεραιών. Τα πιάτα ήταν πολλά πόδια σε διάμετρο και χρησιμοποιήθηκαν για την ανάκαμψη τηλεοπτικών εκπομπών που προέρχονται από δορυφόρους γενικά.

    Ωστόσο, ένα από τα μειονεκτήματα που προκύπτουν από την αποστολή σημάτων μέσω δορυφόρου ήταν η ικανότητά του για σχεδόν κανέναν να λάβουν τα σήματα δωρεάν. Pay-TV σταθμοί πήγαν στο δικαστήριο για να αγωνιστούμε για το δικαίωμα να περιορίσει την πρόσβαση σε τηλεοπτικό σήμα. Ωστόσο, η FCC αποφάνθηκε κατά τηλεοπτικούς σταθμούς και ανέφερε ότι είχε μια «ανοικτοί ουρανοί» της πολιτικής. Η απόφαση αυτή ανέφερε ότι αν τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν το δικαίωμα να μεταδίδει σήματα μέσω δορυφόρου, το κοινό είχε το δικαίωμα να λαμβάνει τα σήματα.

    Σε αυτό το σημείο οι τηλεοπτικοί οργανισμοί αποφάσισαν να κρυπτογραφούν το μήνυμα. Αν και ο καθένας μπορεί να λάβει το μήνυμα, για να δείτε τον προγραμματισμό, δεν θα πρέπει μόνο να έχουμε μια δορυφορική κεραία, αλλά και έναν αποκωδικοποιητή.

    Με τη ζήτηση για δορυφορικές τηλεοράσεις την καλλιέργεια, την FCC, το 1980 συστάθηκε κανονισμοί για απευθείας εκπομπή ή DBS δορυφόρων, αυτή θα είναι μια νέα υπηρεσία η οποία θα αποτελείται από δορυφόρους εκπομπής περιστρέφονται γύρω από τη γη σε γεωστατική τροχιά. Για να προβάλετε την εκπομπή του σήματος, οι καταναλωτές θα χρειαστείτε δορυφορική κεραία για τη λήψη σημάτων και του ειδικού εξοπλισμού για την αποκωδικοποίηση των κρυπτογραφημένων σημάτων.

    Δεν ήταν ότι μέχρι το 1991 η πρώτη εταιρεία DBS σχηματίστηκε (Primestar) και πήρε μόνο μερικά ακόμα χρόνια για Primestar (μακαρίτης πλέον) να έχουν τον ανταγωνισμό, ειδικά τις άλλες υπηρεσίες, όπως Direct TV (1994) και Dish Network (1996) , που αποδεικνύει ότι δορυφορική τηλεόραση ως μέσο μετάδοσης κάνει έργο και είναι κερδοφόρες.

    el.tech-faq.com

  12. Ο θόρυβος στην ψηφιακή τηλεόραση σε σχέση με το θόρυβο της αναλογικής, έχει τεράστια διαφορά, αφού η βασικότερη πηγή “ψηφιακού θορύβου”, είναι η πιθανότητα εμφάνισης σφάλματος στα μεταδιδόμενα bits. Ως γνωστόν, το ψηφιακό σήμα μεταδίδεται με συνδυασμούς των bits 0 και 1, που αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα δύο διαφορετικές τάσεις. Οι συνδυασμοί αυτών των δύο τάσεων, δημιουργούν το bitstream της πληροφορίας. Ο θόρυβος σε αυτήν την πληροφορία έχει ως αποτέλεσμα ένα 0 να εκληφθεί σαν 1 (ή αντίστροφα) και αυτό δημιουργεί το σφάλμα (error). Είναι λογικό ότι όσο ισχυρότερο είναι το σήμα, τόσο λιγότερα σφάλματα εμφανίζει, αφού λόγω ισχύος επηρεάζεται λιγότερο από εξωγενείς παράγοντες. Παρόλα αυτά, τα σφάλματα του ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος είναι πολλά και γι αυτό το λόγο έχουν προταθεί και εφαρμόζονται μέθοδοι διόρθωσης λαθών.

    FEC

    To FEC (Forward Error Correction) είναι μια διαδικασία, με την οποία, σε ένα ψηφιακό προς μετάδοση σήμα, προστίθεται μια πρόσθετη πληροφορία, γνωστή σαν check bits. Ο δέκτης αναλύει την πληροφορία των check bits για να εντοπίσει και να διορθώσει τα σφάλματα. Μια ομάδα από bits ονομάζεται στην ψηφιακή γλώσσα «word» (λέξη). Όλα τα συστήματα διόρθωσης λαθών, προσθέτουν συγκεκριμένα «γράμματα» υπό μορφή bits, σε αυτήν την ψηφιακή «λέξη», δίνοντάς της έτσι συγκεκριμένη δομή. Αν η δομή αυτή δεν ανιχνευθεί κατά τη λήψη, σημαίνει ότι υπάρχουν σφάλματα, τα οποία διορθώνονται μέσω αλγορίθμων διόρθωσης, ώστε να επαναφέρουν τη «λέξη» στη σωστή δομή της.

    Η πληροφορία ελέγχου, στη συνέχεια απομακρύνεται και τα δεδομένα που παραμένουν, μετατρέπονται στην ωφέλιμη πληροφορία ήχου, εικόνας ή δεδομένων.Ο σκοπός του FEC είναι να μειώσει τα σφάλματα μετάδοσης από θόρυβο και να ελαχιστοποιήσει έτσι την απαιτούμενη ισχύ που χρειάζονται τα συστήματα επικοινωνίας. Αυτό το πετυχαίνει, όπως είπαμε, προσθέτοντας μια προσεκτικά σχεδιασμένη πληροφορία, στα δεδομένα (data) που εκπέμπονται από το κανάλι. Η διαδικασία πρόσθεσης αυτής της πλεονάζουσας πληροφορίας είναι γνωστή σαν channel coding και αποτελείται από δύο βασικές κωδικοποιήσεις, την Convolutional και την Block.

    H Convolutional κωδικοποίηση, εφαρμόζεται σε σειριακά δεδομένα, σε ένα ή μερικά bits κάθε φορά, ενώ η Block εφαρμόζεται σε μερικές εκατοντάδες bytes, που διαμορφώνουν ένα λογικό μήνυμα (block).H Convolutional κωδικοποίηση με αποκωδικοποίηση Viterbi, είναι μια τεχνική FEC, που εφαρμόζεται σε κανάλια, όπου το σήμα τους επηρεάζεται κυρίως από ένα τύπο θορύβου, ο οποίος ονομάζεται Gaussian Noise (AWGN). Αυτός ο τύπος θορύβου έχει χρονική κατανομή τάσης, που περιγράφεται από τη μαθηματική στατιστική κατανομή Gauss.Τα τελευταία χρόνια, για βελτίωση της απόδοσης του συστήματος, ακολουθείται μια πιο πολύπλοκη τεχνική, που συμπεριλαμβάνει και κωδικοποίηση Reed-Solomon. Τα πλεονεκτήματα των αλγορίθμων Reed-Solomon, είναι ότι χρησιμοποιούν τα ελάχιστα δυνατά check bits, αποκωδικοποιούνται ευκολότερα και επιτρέπουν πρόσθετους τύπους διορθώσεων (erasure), που τα άλλα συστήματα δυσκολεύονται ή αδυνατούν.Τυπικά, η πληροφορία προς μετάδοση, κωδικοποιείται πρώτα με τον αλγόριθμο Reed-Solomon και εν συνεχεία με Convolutional κωδικοποίηση.

    Στην αποκωδικοποίηση, χρησιμοποιείται πρώτα ο αλγόριθμος Viterbi και εν συνεχεία o Reed-Solomon. Αυτή είναι η τεχνική που χρησιμοποιείται από τα περισσότερα, αν όχι όλα τα δορυφορικά (DBS) συστήματα και σε αρκετά από τα VSAT συστήματα.Πρόσφατα, μια καινούρια τεχνική, γνωστή και ως turbo coding, που θεωρητικά προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα από τις Viterbi και Reed-Solomon, έχει αρχίσει να εφαρμόζεται σε ορισμένα συστήματα.

     

    FEC Rate

    Θεωρητικά, όσο μεγαλύτερος αριθμός Check Bits προστίθεται στο σύστημα, τόσο καλύτερα αποτελέσματα έχει. Στην πράξη όμως, αν προσθέσουμε πολλά check bits, αφενός υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να γίνουν τα ίδια πηγή σφάλματος, αφετέρου καταναλώνουμε πολύτιμο bandwidth, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ωφέλιμη πληροφορία. Το FEC Rate είναι ένας λόγος, που δείχνει τον αριθμό των bits ωφέλιμης πληροφορίας, προς το συνολικό αριθμό bits (πληροφορία και πρόσθετα check bits). Για παράδειγμα, FEC rate 1/2 σημαίνει ότι για κάθε bit πληροφορίας, προστίθεται και ένα check bit. Οι αντίστοιχοι λόγοι 2/3, 3/4, 7/8, δείχνουν ότι μειώνεται ο αριθμός των check bits στο συνολικό bitrate. Σαν γενικό κανόνα, μπορούμε να πούμε ότι αν υπάρχει πλεόνασμα bandwith, προστίθενται περισσότερα check bits (FEC rate 1/2, 2/3), ενώ αν έχουμε πλεόνασμα ισχύος, προστίθενται λιγότερα check bits (FEC rate 3/4, 7/8). Στην πραγματικότητα βέβαια, η επιλογή FEC rate είναι πάντα συνάρτηση bandwidth και ισχύος και αν αναρωτιέται κάποιος γιατί και ισχύος, αναφέρουμε ότι όσο μεγαλύτερη ισχύ έχει το σήμα, τόσο λιγότερο θα επηρεάζεται από τυχαίους θορύβους, επομένως θα θέλει και λιγότερες διορθώσεις λαθών.

     

    BER

    Το BER (Bit Error Rate) ως έννοια, είναι ο λόγος των σφαλμάτων, προς το συνολικό αριθμό των bit, αλλά εκφράζει επίσης και το μέτρο της επάρκειας ενός FEC συστήματος. Είναι πραγματικά σημαντικό το πόσο αλλάζει το BER, πριν και μετά το FEC. Αν για παράδειγμα, μετρήσουμε το BER πριν το FEC και βρούμε μια τυπική τιμή γύρω στο 10-2, που σημαίνει 1 σφάλμα ανά 100 bits, η μέτρηση αυτή μειώνεται δραματικά μετά το FEC σε 10-4, που σημαίνει 1 σφάλμα ανά 10.000 bits.Το BER μπορεί ακόμα να ορισθεί και με τον όρο της πιθανότητας σφάλματος POE (Propability of error), που δίνεται από τη συνάρτηση στα αριστερά, όπου erf είναι η συνάρτηση θορύβου, Eb είναι η ενέργεια ενός bit και No είναι η φασματική πυκνότητα (spectral density) της ισχύος του θορύβου, που αντιπροσωπεύει με απλούστερα λόγια, την ισχύ του θορύβου σε bandwidth 1Hz.

     

    Bitrate (BR) και Symbol Rate (SR)

    Σε οποιοδήποτε βίντεο σήμα, το bitrate (BR) δείχνει τον αριθμό των bits ανά δευτερόλεπτο. Όσο μεγαλύτερο είναι το bitrate, τόσο περισσότερη πληροφορία υπάρχει στο σήμα, επομένως η μέτρηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει και το βαθμό συμπίεσής του. Όσο μεγαλύτερο είναι το bitrate, τόσο λιγότερο έχει συμπιεστεί το σήμα και, φυσικά, τόσο καλύτερη ποιότητα έχει. Αναφέροντας ορισμένα τυπικά παραδείγματα, λέμε πως το σήμα DV με συμπίεση DCT, έχει bitrate 25Mbps (Megabits/sec), το HDV (High Definition πρότυπo υψηλής ανάλυσης 1080i ή 720p) έχει συμπίεση MPEG-2 και μέγιστο bitrate 25Mbps, ενώ ένα καλό DVD σήμα με συμπίεση MPEG-2 έχει bitrate 6-8Mbps (μπορεί να είναι και μικρότερο, με μεταβλητό V(ariable)BR). Τα πράγματα είναι σαφή, όσον αφορά τα σήματα και την ποιότητά τους στις συσκευές εγγραφής αναπαραγωγής (κάμερες, DVD κλπ), στα δορυφορικά σήματα, όμως υπεισέρχεται και ένας ακόμα παράγοντας, που είναι η μετάδοση.

    Το αρχικό bitrate του MPEG-2 σήματος θα αλλάξει, από τη στιγμή που θα προστεθούν check bits για το FEC και όλη η πληροφορία θα πρέπει να διαμορφωθεί και να μεταδοθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να «χωρέσει» σε ένα περιορισμένο bandwidth.Η φέρουσα ενός ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος αποτελείται από παλμούς, που απαρτίζουν ένα συνεχές σήμα. Κάθε παλμός είναι και ένα Symbol. Κάθε Symbol παριστάνει τον αριθμό των μεταδιδόμενων bits. Ανάλογα με τη διαμόρφωση και τα bits, κάθε Symbol μπορεί να είναι 1 ή 2 ή 3 κλπ.

    Αυτός ο αριθμός των bits/symbol, δημιουργεί μια νέα παράμετρο, που ονομάζεται συντελεστής διαμόρφωσης (modulation factor), συμβολίζεται με m και έχει τιμές για BPSK=1, για QPSK=2, για 8PSK=3 κλπ. Αυτό που τελικά μεταδίδει ο παροχέας, είναι τα Symbols και έτσι δημιουργείται ο ρυθμός μετάδοσης των Symbols, που είναι το Symbol Rate (SR) και μετριέται σε symbols/sec. H σχέση Symbol Rate και Bitrate (BR) δίνεται από τη μαθηματική σχέση:SR = ΒR / (m x CRv x CRrs)όπου m είναι ο συντελεστής διαμόρφωσης (για QPSK=2), CRv είναι τοViterbi forward error correction (FEC), δηλαδή 1/2, 2/3, 3/4, 5/6, 7/8 και CRrs είναι το Reed Solomοn forward error correction (FEC), με τιμή 188/204.Επομένως, για να επιτευχθεί η καλύτερη τελική ποιότητα του σήματος, θα πρέπει όλοι αυτοί οι παράγοντες να ληφθούν υπόψη και να βρεθεί η χρυσή τομή. Βέβαια, μετά τις αποδιαμορφώσεις, αλγόριθμους FEC κλπ, αυτό που θα απομείνει είναι το MPEG-2 σήμα, με το αρχικό bitrate που έχει επιλέξει ο παροχέας και αυτό τελικά θα καθορίσει την ποιότητα του σήματος που θα δει ο θεατής. Προσωπικά, όταν καλούμαι να τεστάρω την ποιότητα ενός δορυφορικού μπουκέτου, ασχολούμαι μόνο με την τελική ανάλυση και bitrate (BR) του σήματος που φθάνει στην τηλεόρασή μου, χωρίς να ασχολούμαι με το πώς έγινε η διαμόρφωση τα FEC κλπ.

     

    Μεγαλύτερο Bandwidth... Καλύτερο σήμα.

    Ερχόμαστε λοιπόν στο σημείο, στο οποίο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές, όπου οι τεχνολογικές ανάγκες συγκρούονται με τις οικονομικές. Όπως είναι προφανές μεγαλύτερη επιλογή Bandwidth ή ισχυρότερο σήμα, θα έχει σαν αποτέλεσμα καλύτερη ποιότητα στο θεατή. Η επιλογή αυτή είναι στην κρίση των poviders και πιο συγκεκριμένα ...στο πορτοφόλι τους, αφού αν πλήρωναν για παράδειγμα, μεγαλύτερο bandwidth, θα μπορούσαν να μεταδώσουν και υψηλότερο αρχικό bitrate, επομένως και καλύτερη ποιότητα σήματος.

    digitaltvinfo.gr

  13. Σχετικα με το symbol rate. Οσο μεγαλυτερο ειναι τοσο καλυτερη θα επρεπε να ειναι η παρεχομενη εικονα.

    Αυτο ομως το δεδομενο εξαρταται και απο το fec που στην ουσια ειναι ο διορθωτης λαθους του εκπεμπομενου σηματος. Αυτο σημαινει οτι οσο μεγαλυτερο ειναι το fec τοσο χειροτερη ειναι η εικονα στους δεκτες μας.

    Ετσι στην πραξη ενα σημα με 27500 symbol rate και fec 2/3 ειναι ποιοτικοτερο απο ενα σημα με 30000 symbol rate και fec 3/4 ή ακομα χειροτερα με fec 7/8.

    To symbol rate ενος σηματος εχει να κανει βεβαια με τον εξοπλισμο που χρησιμοποιει ο καθε provider οσο και με την συμβατοτητα αυτου εν σχεσει με τον χρησιμοποιουμενο για την εκπομπη εξοπλισμο που ειναι εγκατεστημενος στον δορυφορο. Επισης εχει να κανει και με τα ποσα καναλια εκπεμπονται απο την συγκεκριμενη συχνοτητα. Ετσι βλεπουμε παροχεις οπως ο ελβετικος srg π.χ. ο οποιος απο μια και μονο συχνοτητα εκπεμπει περιορισμενο αριθμο καναλιων με αποτελεσμα να εχουμε την καλυτερη δυνατη εικονα στα πλαισια του συστηματος pal. Αντιθετως εχουμε αλλους παροχεις οι οποιοι απο μια συχνοτητα εκπεμπουν πληθος καναλιων με αποτελεσμα να εχουμε μεγιστη συμπιεση οποτε κακη ποιοτητα εικονας στην τηλεοραση

     

    Bitrate (BR) και Symbol Rate (SR)

    Σε οποιοδήποτε βίντεο σήμα, το bitrate (BR) δείχνει τον αριθμό των bits ανά δευτερόλεπτο. Όσο μεγαλύτερο είναι το bitrate, τόσο περισσότερη πληροφορία υπάρχει στο σήμα, επομένως η μέτρηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει και το βαθμό συμπίεσής του. Όσο μεγαλύτερο είναι το bitrate, τόσο λιγότερο έχει συμπιεστεί το σήμα και, φυσικά, τόσο καλύτερη ποιότητα έχει. Αναφέροντας ορισμένα τυπικά παραδείγματα, λέμε πως το σήμα DV με συμπίεση DCT, έχει bitrate 25Mbps (Megabits/sec), το HDV (High Definition πρότυπo υψηλής ανάλυσης 1080i ή 720p) έχει συμπίεση MPEG-2 και μέγιστο bitrate 25Mbps, ενώ ένα καλό DVD σήμα με συμπίεση MPEG-2 έχει bitrate 6-8Mbps (μπορεί να είναι και μικρότερο, με μεταβλητό V(ariable)BR). Τα πράγματα είναι σαφή, όσον αφορά τα σήματα και την ποιότητά τους στις συσκευές εγγραφής αναπαραγωγής (κάμερες, DVD κλπ), στα δορυφορικά σήματα, όμως υπεισέρχεται και ένας ακόμα παράγοντας, που είναι η μετάδοση. Το αρχικό bitrate του MPEG-2 σήματος θα αλλάξει, από τη στιγμή που θα προστεθούν check bits για το FEC και όλη η πληροφορία θα πρέπει να διαμορφωθεί και να μεταδοθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να «χωρέσει» σε ένα περιορισμένο bandwidth.

    Η φέρουσα ενός ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος αποτελείται από παλμούς, που απαρτίζουν ένα συνεχές σήμα. Κάθε παλμός είναι και ένα Symbol. Κάθε Symbol παριστάνει τον αριθμό των μεταδιδόμενων bits. Ανάλογα με τη διαμόρφωση και τα bits, κάθε Symbol μπορεί να είναι 1 ή 2 ή 3 κλπ. Αυτός ο αριθμός των bits/symbol, δημιουργεί μια νέα παράμετρο, που ονομάζεται συντελεστής διαμόρφωσης (modulation factor), συμβολίζεται με m και έχει τιμές για BPSK=1, για QPSK=2, για 8PSK=3 κλπ. Αυτό που τελικά μεταδίδει ο παροχέας, είναι τα Symbols και έτσι δημιουργείται ο ρυθμός μετάδοσης των Symbols, που είναι το Symbol Rate (SR) και μετριέται σε symbols/sec. H σχέση Symbol Rate και Bitrate (BR) δίνεται από τη μαθηματική σχέση:

    SR = ΒR / (m x CRv x CRrs)

    όπου m είναι ο συντελεστής διαμόρφωσης (για QPSK=2), CRv είναι τοViterbi forward error correction (FEC), δηλαδή 1/2, 2/3, 3/4, 5/6, 7/8 και CRrs είναι το Reed Solomοn forward error correction (FEC), με τιμή 188/204.

    Επομένως, για να επιτευχθεί η καλύτερη τελική ποιότητα του σήματος, θα πρέπει όλοι αυτοί οι παράγοντες να ληφθούν υπόψη και να βρεθεί η χρυσή τομή. Βέβαια, μετά τις αποδιαμορφώσεις, αλγόριθμους FEC κλπ, αυτό που θα απομείνει είναι το MPEG-2 σήμα, με το αρχικό bitrate που έχει επιλέξει ο παροχέας και αυτό τελικά θα καθορίσει την ποιότητα του σήματος που θα δει ο θεατής. Προσωπικά, όταν καλούμαι να τεστάρω την ποιότητα ενός δορυφορικού μπουκέτου, ασχολούμαι μόνο με την τελική ανάλυση και bitrate (BR) του σήματος που φθάνει στην τηλεόρασή μου, χωρίς να ασχολούμαι με το πώς έγινε η διαμόρφωση τα FEC κλπ.


    http://digitalsattv.gr

  14. 1448770249_imageproxy(2).thumb.jpg.b99a68ab4e7358b954ffb5d87fb2ff2d.jpg

    Τα ραδιοκύματα είναι ένα είδος ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας παρόμοιο με το ορατό φως και τα ηχητικά κύματα.

    Διαφέρει από άλλα υλικά κύματα όσον αφορά στη μορφή, στο πώς παράγονται και ανιχνεύονται και στον τρόπο που διαδίδονται στο διάστημα (με μια ταχύτητα περίπου 300.000 km/s, όπως είναι η ταχύτητα του φωτός).

    Τα ραδιοκύματα μπορούν να ανακλαστούν, να περιθλαθούν και να διαθλασθούν.

     

    Τρόποι διάδοσης

    Τα ραδιοκύματα, ανάλογα με τη συχνότητα, διαδίδονται με διαφορετικούς τρόπους:

    * διάδοση από το επίγειο κύμα: τα ραδιοκύματα διαδίδονται επάνω στην επιφάνεια της γης, που επιτρέπει τις επικοινωνίες πέρα από τον ορίζοντα.

    Αυτός ο τρόπος εμφανίζεται συχνότερα για τις μεταδόσεις στα LF και τα MF (δηλ μακρά και μεσαία κύματα).

    * διάδοση από το ουράνιο κύμα: τα ραδιοκύματα διαθλούνται από την ιονόσφαιρα πίσω στη γη, επιτρέποντας την υπεραστική επικοινωνία.

    Οι εκπομπές στα HF (δηλ. βραχέα) διαδίδονται κατ αυτόν τον τρόπο.

     

    * διάδοση με οπτική επαφή: τα ραδιοκύματα διαδίδονται σε ευθεία γραμμή από τη συσκευή εκπομπής προς το δέκτη και οι κεραίες από τις δύο πλευρές είναι ορατές μεταξύ τους.

    Οι μεταδόσεις στις VHF και τις UHF, που χρησιμοποιούνται στην τηλεόραση και τη ραδιοφωνία FM, διαδίδονται με οπτική επαφή.

     

    Γήινη ατμόσφαιρα

    Προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς γίνεται η λήψη και η διάδοση, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τη σύνθεση της γήινης ατμόσφαιρας και των παραγόντων που έχουν επιπτώσεις σε αυτήν. Η ατμόσφαιρα διαιρείται σε τρία βασικά στρώματα.

    Το εσωτερικό στρώμα είναι η τροπόσφαιρα, εκτεινόμενη μέχρι ένα ύψος 11 χλμ.

    Η επίδραση στη διάδοση γίνεται λόγω των σταγόνων βροχής, του χιονιού, hailstorm, κ.λπ.... Το μέσο στρώμα είναι η στρατόσφαιρα,που επεκτείνεται μέχρι ένα ύψος 50 χλμ, και έχει τα αμελητέα αποτελέσματα στη διάδοση.

    Το ανώτερο στρώμα είναι η ιονόσφαιρα, εκτεινόμενη μέχρι ένα ύψος 400 χλμ. Αυτό το στρώμα, που αφορά τα βραχέα κύματα είναι το σημαντικότερο.

     

    Τροπόσφαιρα

    Η τροπόσφαιρα είναι όπου εμφανίζεται κάθε είδος των καιρικών φαινομένων. Ο ιονισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος σε αυτό το στρώμα.

    Συνήθως η τροπόσφαιρα χαρακτηρίζεται από τη σταθερή παραλλαγή της θερμοκρασίας και της πίεσης.

    Επίσης η πυκνότητά της μειώνεται καθώς το ύψος αυξάνεται.

     

    Η διάθλαση των ραδιο κυμάτων στην τροπόσφαιρα γίνεται σύμφωνα με διάφορες μετεωρολογικές μεταβλητές.

    Λόγω της ανώμαλης θέρμανσης της επιφάνειας ο αέρας βρίσκεται σε σταθερή μετακίνηση, που προκαλεί τις αναταραχές,

    οι οποίες με την αύξηση του ύψους γίνονται λιγότερο έντονες. Αυτές οι αναταραχές έχουν λίγη επίδραση στις συχνότητες κάτω από 30 MHz (δηλαδή κάτω από τη ζώνη HF), επειδή το μήκος κύματος είναι αρκετά μεγάλο όσον αφορά την έκταση της αναταραχής.

    Όταν ένα κύμα περνά μέσω της τροπόσφαιρας και αντιμετωπίζει μια αναταραχή, μια ορισμένη ποσότητα ενέργειας του διαβιβασθέντος κύματος είναι διασπείρεται.

     

    Τα χαρακτηριστικά της διάδοσης στην τροπόσφαιρα ποικίλλουν μέσα σε ορισμένες καιρικές συνθήκες,

    αν και μπορούν να μείνουν αμετάβλητα για πολύ. Στα υψηλότερα ύψη εμφανίζονται συνεχώς αντιστροφές θερμοκρασίας, για διάφορους λόγους (π.χ. μια μάζα του καυτού αέρα που περνά πέρα από μια μάζα του κρύου αέρα, η γρήγορη ψύξη της επίγειας επιφάνειας κατά τη διάρκεια του βραδιού,η θέρμανση του αέρα επάνω από τα σύννεφα λόγω της αντανάκλασης των ηλιακών ακτίνων στην ανώτερη επιφάνειά του).

    Αυτές οι αντιστροφές θερμοκρασίας προκαλούν τις ριζικές διαθλάσεις, στο διαβιβασθέν κύμα που διαθλάται συνεχώς στα ανώτερα και χαμηλότερα όρια της αντιστροφής.

    Ένας "τροποσφαιρικός αγωγός" δημιουργείται όταν τα κύματα διατηρούνται ανάμεσα στις ιδιαίτερες αποστάσεις, έως ότου ομαλοποιηθεί η αντιστροφή των θερμών και των ψυχρών μαζών.

    Αν και η μετάδοση από τους τροποσφαιρικούς αγωγούς είναι ιδιαίτερα επιθυμητή, δεν χρησιμοποιείται συχνά λόγω του απροσδόκητου περιστατικού αυτών των αγωγών.

     

    Στρατόσφαιρα

    Η στρατόσφαιρα, που βρίσκεται μεταξύ της τροπόσφαιρας και της ιονόσφαιρας, παρουσιάζει σταθερή θερμοκρασία (ως εκ τούτου αποκαλούμενη επίσης ισοθερμική περιοχή).

    Εκτός αυτού, δεν υποβάλλεται σε αντιστροφές θερμοκρασίας, ούτε μπορεί να προκαλέσει σημαντικές διαθλάσεις.

    Για λόγους διάδοσης αυτό το στρώμα θεωρείται πρακτικά αδρανές.

     

    Ιονόσφαιρα

    Η ιονόσφαιρα είναι ένα ανομοιογενές στρώμα, που διαιρείται σε τρία υποστρώματα, ή περιοχές, τα οποία ποικίλλουν κατά τη διάρκεια μιας ημέρας.

    Αυτή η παραλλαγή εμφανίζεται επειδή αυτό το στρώμα, λόγω της χαμηλής πυκνότητας αερίων του παρουσιάζει μια μεγάλη ποσότητα ιόντων (άτομα ή μόρια που υπέστησαν την απώλεια ή την αύξηση των ηλεκτρονίων), λόγω της ηλιακής ακτινοβολίας.

    Τα ελεύθερα ηλεκτρόνια, και όχι τα ιόντα, είναι αυτά που επηρεάζουν πραγματικά στη διάδοση.

    Δεδομένου ότι ο ιονισμός προκαλείται από την ηλιακή ακτινοβολία, η ιονόσφαιρα ποικίλλει κατά τη διάρκεια μιας ημέρας.

    Ο ιονισμός είναι χαμηλότερος τη νύχτα. Λόγω έλλειψης της ηλιακής ακτινοβολίας, τα ιονισμένα μόρια επανασυνδέονται.

    Η ιονόσφαιρα διαιρείται στα ακόλουθα στρώματα, σύμφωνα με το ύψος της: D, E, F.

     

    Το στρώμα D επεκτείνεται από 50 χλμ μέχρι 90 χλμ, και υπάρχει μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας.

    Τη νύχτα αυτό το στρώμα εξαφανίζεται λόγω του γρήγορης ιοντικής επανασύνδεσης.

    Το στρώμα D διαθλά μόνο τα χαμηλής συχνότητας ραδιοκύματα εντούτοις,προκαλεί επίσης διαταραχή στα κύματα, που μειώνουν ή ακόμα και τα απορροφούν.

     

    Το στρώμα Ε επεκτείνεται από 80 χλμ μέχρι 125 χλμ, έχοντας τον υψηλότερο ιονισμό.

    Υπάρχει μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας.

    Οι συχνότητες που διαθλούνται από αυτό το στρώμα είναι μεγαλύτερες από εκείνοες που διαθλούνται από το στρώμα D.

    Περιστασιακά, εμφανίζεται σε αυτό το στρώμα το αποκαλούμενο σποραδικό E.

    Αυτό μπορεί να διαμορφωθεί οποτεδήποτε, έχοντας διάρκεια και έκταση απροσδόκητες.

    Επίσης, μπορεί να διαμορφωθεί τη νύχτα και να αλλάξει την πορεία των οδεύοντων κυμάτων,

    τα οποία θα διαθλούνταν σε ένα χαμηλότερο ύψος.

     

    Το στρώμα F αποτελείται από δύο υποστρώματα, το F1 (από 100 χλμ μέχρι 200 χλμ) και το F2 (από 200 χλμ μέχρι 400 χλμ). Τη νύχτα, ή ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας (ανάλογα με τον ηλιακό κύκλο), το F1 και το F2 είναι συγκεχυμένα, με συνέπεια ένα μοναδικό στρώμα, το F.

    Το επίπεδο ιονισμού σε αυτά τα στρώματα είναι το υψηλότερο, επειδή η ατμόσφαιρα είναι λιγότερο πυκνή και η ιοντική επανασύνδεση γίνεται πιό αργά.

    Ως εκ τούτου, πάντα ένα ιονισμένο στρώμα είναι παρόν.

    Αυτά τα στρώματα είναι υπαίτια για τις μεγάλης απόστασης μεταδόσεις σε μεγάλη απόσταση στη ζώνη HF.

     

    Παραλλαγές στην ιονόσφαιρα

    Η ιονόσφαιρα, όπως παρατηρήθηκε, δεν είναι ομοιογενής, ούτε σταθερή,παρουσιάζοντας μεταβολές σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, ή με άλλα μέσα:

     

    * μεταβολές κατά τη διάρκεια μιας ημέρας:

    Η ηλιακή ακτινοβολία, τροποποιεί την πυκνότητα ηλεκτρονίων της ιονόσφαιρας.

    Δηλαδή ο ιονισμός ποικίλλει ανάλογα με την ηλιακή ακτινοβολία, που αυξάνεται σταδιακά το πρωί μέχρι ένα μέγιστο στη μεσημβρία,και μειώνεται από το απόγευμα, και ουσιαστικά να εξασθενεί τη νύχτα (όταν δεν υπάρχει καμία ηλιακή ακτινοβολία).

     

    * εποχιακές μεταβολές:

    Οι μέγιστες λειτουργούσες συχνότητες ποικίλλουν εποχιακά.

    Αυτό είναι ένας από τους κύριους λόγους για τις αλλαγές συχνότητας τουλάχιστον δύο φορές σε ένα έτος, συνήθως το Μάρτιο και τον Οκτώβριο.

     

    * μεταβολές που προκαλούνται από τον ηλιακό κύκλο:

    Η ηλιακή δραστηριότητα δεν είναι σταθερή, υπακούει σε έναν ενδεκαετή κύκλο, αποκαλούμενο ηλιακό κύκλο, ο οποίος μπορεί να παρατηρηθεί από τη δραστηριότητα των ηλιακών κηλίδων (τις βίαιες εκρήξεις που εμφανίζεται στην ηλιακή επιφάνεια). Όταν ο αριθμός των ηλιακών κηλίδων είναι υψηλός,η ιονόσφαιρα παρουσιάζει μια υψηλότερη πυκνότητα ηλεκτρονίων συνεπώς η διάδοση βελτιώνεται στις υψηλότερες συχνότητες.

    Οι μηνιαίες τιμές για τους αριθμούς ηλιακών κηλίδων υπολογίζονται από διάφορα ερευνητικά κέντρα, για τον προσδιορισμό των καταλληλότερων συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται.

     

    * μεταβολές σύμφωνα με το γεωγραφικό πλάτος:

    Λόγω της χαμηλότερης επίπτωσης της ηλιακής ακτινοβολίας κοντά στους επίγειους πόλους, η πυκνότητα ηλεκτρονίων είναι χαμηλότερη στην ιονόσφαιρα, έναντι των ισημερινών περιοχών.

     

    Εκτός από τους παράγοντες οι οποίοι αναφέρονται παραπάνω, υπάρχουν άλλοι παράγοντες που μπορούν να τροποποιήσουν την ιονόσφαιρα.

    Όπως παραδείγματος χάριν η αποκαλούμενη "Ε-διασπορά", η οποία συμβαίνει στο στρώμα F και πότε προκαλεί διάχυση του κύματος και πότε πρόσθεση των διαφορετικών διαθλασμένων κυμάτων από τα διαφορετικά ύψη και των θέσεων στην ιονόσφαιρα.

     

    Τύποι διαβιβασθέντων κυμάτων

    Βασικά, υπάρχουν δύο τύποι διαβίβασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: το επίγειο κύμα και το ουράνιο κύμα.

    Ο πρώτος αποτελείται από τρία ευδιάκριτα κύματα: άμεσο κύμα, ανακλασμένο κύμα, και περιθλασμένο κύμα.

     

    Επίγειο κύμα

    Το κύμα επιφάνειας διαδίδεται στην επιφάνεια της γης.

    Λόγω της επίγειας αγωγιμότητας, ένα ποσό ενέργειας από αυτό το κύμα απορροφάται από την επιφάνεια.

    Η απώλεια ποικίλλει με έναν τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την επίγεια αγωγιμότητα:όταν είναι υψηλότερη η αγωγιμότητα χαμηλότερη θα είναι η απώλεια,με συνέπεια μια μεγαλύτερη απόσταση που επιτυγχάνεται για το κύμα επιφάνειας.

    Παραδείγματος χάριν, οι μεταδόσεις πέρα από τις θάλασσες και τους ωκεανούς φθάνουν σε αποστάσεις αρκετά μεγαλύτερες

    σε σύγκριση με τις μεταδόσεις πέρα από το έδαφος. Το άμεσο κύμα διαδίδεται σύμφωνα με μια σχεδόν ευθεία γραμμή από

    τη συσκευή αποστολής σημάτων στο δέκτη. Το άμεσο κύμα επηρεάζεται ελαφρώς από την τροποσφαιρική διάθλαση, που προκαλεί την κλίση προς την επίγεια επιφάνεια. Καλείται επίσης τροποσφαιρικό κύμα.

     

    Το ανακλασμένο κύμα είναι το ποσό του επίγειου κύματος που ανακλάται από την επιφάνεια της γης.

    Ο τρόπος που το κύμα ανακλάται εξαρτάται από το συντελεστή αντανάκλασης της επιφάνειας και της συναφούς γωνίας.

    Αν και αυτή η γωνία και η γωνία αντανάκλασης είναι οι ίδιες, υπάρχει μια παραλλαγή φάσης μεταξύ των συναφών

    και ανακλασμένων κυμάτων, με μια διαφορά φάσης 180o. Αυτό το είδος του κύματος θεωρείται ανεπιθύμητο σε ορισμένες περιπτώσεις.

    Μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη ακύρωση του κύματος στο δέκτη, εάν το άμεσο κύμα και τα ανακλασμένα κύματα λαμβάνονται με το ίδιο μέγεθος.

    Εντούτοις, γενικά η ακύρωση είναι μερική, επειδή η διαφορά φάσης δεν είναι ακριβώς 180o και το ανακλασμένο κύμα λαμβάνεται με ένα χαμηλότερο μέγεθος, λόγω των καθυστερήσεων και των διαφορών στο μήκος των πορειών.

     

    Ουράνιο κύμα

    Το ουράνιο κύμα είναι το κύμα που ακτινοβολείται σε μια κατεύθυνση έτσι ώστε η γωνία όσον αφορά την επίγεια επιφάνεια είναι αρκετά μεγάλη,ώστε να κατευθυνθεί το κύμα στην ιονόσφαιρα. Από εκεί διαθλάται πίσω στη γη και αντανακλάται ξανά πίσω στην ιονόσφαιρα,επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία. Αυτό είναι ο τρόπος διάδοσης που χρησιμοποιείται από τις μεταδόσεις βραχέων κυμάτων και ευνοεί τις μεγάλες αποστάσεις.

     

    Η ιονόσφαιρα επιδράει καθοριστικά στη διάδοση του ουράνιου κύματος.

    Συνήθως ενεργεί σαν ένας αγωγός που απορροφά ένα ποσό της ενέργειας που μεταδίδεται, αλλά και ενεργεί ως "ραδιο καθρέφτης",διαθλώντας το κύμα πίσω στη γη. Η ικανότητα στην επιστροφή ενός ραδιοκύματος εξαρτάται από παράγοντες, όπως η ιοντική πυκνότητα,η γωνία ακτινοβολίας, και η συχνότητα μετάδοσης. Η διάθλαση μπορεί ακόμη και να μην πραγματοποιηθεί.

    Η απόσταση μεταξύ του πομπού και του σημείου όπου επιστρέφουν τα ραδιοκύματα στη γη εξαρτάται και από τη γωνία ακτινοβολίας.

    Η απόσταση αυτή περιορίζεται από τη συχνότητα. Όσο είναι υψηλότερη τόσο δυσκολότερη είναι η διάθλαση, αν και η απόσταση που επιτυγχάνεται μπορεί να είναι μεγαλύτερη. Κάθε στρώμα στην ιονόσφαιρα μπορεί να διαθλάσει τα ραδιοκύματα μέχρι μια συχνότητα αποκαλούμενη MUF (μέγιστη χρησιμοποιήσιμη συχνότητα).

    Υπάρχει επίσης μια "βέλτιστη συχνότητα", OWF (βέλτιστη συχνότητα εργασίας), η οποία αντιπροσωπεύει ένα μέρος της MUF.

    Είναι γνωστό ότι επάνω από μια καθορισμένη συχνότητα τα ραδιοκύματα δεν διαθλούνται πλέον και διαπερνούν την ιονόσφαιρα.

    Εντούτοις, εάν η γωνία ακτινοβολίας μειώνεται, τα ραδιοκύματα μπορούν να επιστρέψουν στην επιφάνεια της γης.

    Η υψηλότερη γωνία που επιτρέπει ακόμα τη διάθλαση ενός διαβιβασθέντος κύματος καλείται κρίσιμη γωνία για εκείνη την συχνότητα ειδικότερα.

    Η γωνία ακτινοβολίας μπορεί να καθοριστεί κατά προσέγγιση σύμφωνα με τη συχνότητα και την απόσταση μεταξύ του πομπού και του δέκτη:

     

    * 1.5-3.0 MHz: Χαμηλή γωνία ακτινοβολίας για τις μεγάλες αποστάσεις.

    Μια υψηλή γωνία ακτινοβολίας μπορεί να οδηγήσει σε εξασθένιση στην επίγεια διάδοση των κυμάτων.

    * 3.0-7.0 MHz: Καλή επιστροφή του ουράνιου κύματος για οποιαδήποτε γωνία. Υψηλές γωνίες

    ακτινοβολίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις σύντομες ή συγκρατημένες αποστάσεις, ενώ μια

    χαμηλή γωνία ακτινοβολίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μεγάλης απόστασης μεταδόσεις.

     

    * 7.0-12.0 MHz: Γωνία ακτινοβολίας από 45ο έως 30o για τις σύντομες αποστάσεις.

     

    Χαμηλές γωνίες για τις μεγάλες αποστάσεις.

    * 12.0-30.0 MHz: Αυτό το φάσμα συχνότητας δεν είναι χρήσιμο για τις σύντομες αποστάσεις.

    Η μέγιστη χρήσιμη γωνία για τις συχνότητες μεταξύ 12 και 16 MHz είναι περίπου 30o. Για τις υψηλότερες συχνότητες,

    η γωνία μειώνεται. Επάνω από 28 MHz η γωνία είναι λιγότερο από 30o. Η πορεία από την κεραία του πομπού έως το σημείο

    όπου το διαθλασμένο κύμα φθάνει στη γη καλείται "άλμα". Ανάλογα με την απόσταση μέχρι το δέκτη,

    ένα κύμα μπορεί να κάνει ένα ή περισσότερα άλματα (το κύμα αντανακλάται στην επίγεια επιφάνεια πίσω στην ιονόσφαιρα

    πού διαθλάται πάλι, και τα λοιπά). Ο όρος "απόσταση άλματος" χρησιμοποιείται για να δείξει την απόσταση μεταξύ του

    σημείου εκπομπής και της επιστροφής στη γη, ή την απόσταση μεταξύ κάθε άλματος. Ένα ποσό του ακτινοβολημένου κύματος

    μπορεί να διαδοθεί από το επίγειο κύμα, εντούτοις φθάνει σε μικρές αποστάσεις από το πομπό. Η περιοχή στην επίγεια επιφάνεια που επεκτείνεται από τα όρια του επίγειου κύματος μέχρι την επιστροφή του ουράνιου κύματος στη γη δεν λαμβάνει κανένα σήμα, και καλείται "ζώνη άλματος".

     

    Τα στρώματα που συνθέτουν την ιονόσφαιρα υφίστανται τις ιδιαίτερες μεταβολές όσον αφορά το ύψος, την πυκνότητα και το πάχος τους,οφειλόμενες κυρίως στις μεταβολές της ηλιακής δραστηριότητας, όπως αναφέραμε νωρίτερα.

    Κατά τη διάρκεια της περιόδου μέγιστης ηλιακής δραστηριότητας το στρώμα F είναι πυκνότερο και εμφανίζεται σε υψηλότερα ύψη,που αλλάζουν την απόσταση άλματος των ραδιο κυμάτων. Τη νύχτα, με την απουσία ηλιακής δραστηριότητας, τα κύματα που θα διαθλόνταν από τα στρώματα D και το E τώρα διαθλούνται από το στρώμα F, με συνέπεια μια μεγαλύτερη απόσταση άλματος.

    Παράγοντες της υποβάθμισης του σήματος.

    Το διαβιβασθέν σήμα δεν φθάνει στο δέκτη με την ίδια ισχύ όπως όταν ακτινοβολήθηκε από τη κεραία. Η διάδοση προκαλεί απώλεια ισχύος και κατά συνέπεια μαζί με την εξασθένιση, απορρόφηση και θόρυβο.

    Εξασθένιση

    Η εξασθένιση αναφέρεται σε οποιαδήποτε διακύμανση ή μεταβολή στην ένταση σημάτων που εμφανίζεται στο δέκτη κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους από την κεραία εκπομπής. Η εξασθένιση μπορεί να εμφανιστεί οποτεδήποτε όπου το επίγειο κύμα και το ουράνιο κύμα λαμβάνονται. Σε αυτήν την περίπτωση, τα δύο κύματα μπορούν να φθάσουν έχοντας διαφορά φάσης, προκαλώντας την ακύρωση του σήματος. Στις περιοχές όπου φθάνει μόνο το ουράνιο κύμα, η εξασθένιση μπορεί να προκληθεί από δύο ουράνια κύματα μετά από διαφορετικές πορείες, φθάνοντας με μια διαφορά φάσης μεταξύ τους.

    Οι μεταβολές στη απορρόφηση και το μήκος πορειών στην ιονόσφαιρα μπορούν επίσης να προκαλέσουν την εξασθένιση. Περιστασιακά, μια ξαφνική διαταραχή μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη απορρόφηση όλης της ενέργειας του ουράνιου κύματος. Η εξασθένιση εμφανίζεται επίσης όταν ο δέκτης βρίσκεται πλησίον στα όρια της ζώνης άλματος ή όταν η συχνότητα εργασίας βρίσκεται πλησίον στην MUF.

    Η μείωση της έντασης των σημάτων μπορεί να εμφανιστεί σε επίπεδα σχεδόν αμελητέα. Ο κύριος λόγος για το περιστατικό της εξασθένισης στα ιονοσφαιρικά στρώμματα είναι η πολλαπλών διαδρομών διάδοση, όταν το λαμβανόμενο σήμα είναι μια σύνθεση δύο ή περισσότερων σημάτων που έφθασαν στο δέκτη ακολουθώντας διαφορετικές πορείες. Εάν τα κύματα λαμβάνονται σε φάση, θα ληφθεί πιό αδύνατο σήμα. Αφ' ετέρου, εάν τα κύματα λαμβάνονται με την ίδια φάση, ένα ισχυρότερο σήμα θα ληφθεί. Οι μικρές διαφορές στο μήκος πορειών μπορούν να προκαλέσουν μεταβολές στη διαφορά φάσης μεταξύ των λαμβανόμενων κυμάτων.

    Θόρυβος

    Υπάρχουν διάφορες πηγές θορύβου που έχουν επιπτώσεις στη λήψη. Ο θόρυβος μπορεί να προέλθει από φυσικές πηγές ή από τεχνητές πηγές. Στην πρώτη περίπτωση συμπεριλαμβάνεται ο ατμοσφαιρικός θόρυβος, που συνήθως είναι η κύρια πηγή θορύβου στη ζώνη HF. Είναι υψηλότερος πλησίον στις ισημερινές περιοχές και μειωμένος καθώς το γεωγραφικό πλάτος αυξάνεται. Επίσης, συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν την περίπτωση ο κοσμικός θόρυβος από το αστρικό διάστημα, το οποίο έχει επιπτώσεις στις υψηλότερες συχνότητες.

    Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να περιληφθεί όλο το είδος του θορύβου που προκαλείται από τις αναφλέξεις, τις γραμμές μετάδοσης, τους ηλεκτρονικούς λαμπτήρες, τις ηλεκτρικές μηχανές γενικά... Αυτός ο θόρυβος σχετίζεται άμεσα με την τεχνολογική ανάπτυξη και με τη πυκνότητα των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών στις περιοχές όπου το σήμα λαμβάνεται. Ο τεχνητός θόρυβος τείνει να πολωθεί κάθετα και η χρήση μιας οριζόντιας κεραίας συμβάλει στη μείωση των επιπτώσεων του θορύβου.

    Ιονοσφαιρική μείωση

    Το στρώμα D προκαλεί μείωση στα κύματα που περνούν διαμέσω της. Η απώλεια ποικίλλει σύμφωνα με τον ηλιακό κύκλο, και είναι υψηλότερη περίπου στο μέγιστό του. Επίσης, ποικίλλει εποχιακά και κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, με την υψηλότερη επίδραση το καλοκαίρι και γύρω στη μεσημβρία. Σαν συμπέρασμα, μπορεί να ειπωθεί ότι η απώλεια ποικίλλει με τη πυκνότητα ιονισμού στο στρώμα D.

    Καιρικές συνθήκες

    Ο καιρός είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που έχει επιπτώσεις στη διάδοση. Ανάλογα με τα καιρικά φαινόμενα, τα ραδιοκύματα μπορούν να μεταδοθούν σε μεγαλύτερες αποστάσεις, ή ακόμα και να μειωθούν δραματικά. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να προβλέπει τα αποτελέσματα των καιρικών φαινομένων στη μετάδοση, επειδή οι καιρικές μεταβλητές είναι σύνθετες και υπαγόμενες σε συχνές μεταβολές.

    Η εξασθένιση λόγω των σταγόνων βροχής είναι υψηλότερη από τη μείωση που προκαλούν άλλα είδη ύδατος. Η μείωση μπορεί να προκληθεί από τις σταγόνες βροχής που ενεργούν ως φτωχό διηλεκτρικό μέσο, στην ισχύ του ηλεκτρομαγνητικού κύματος. Η μείωση είναι σημαντική για τις συχνότητες επάνω από τη ζώνη VHF.

    Η μείωση λόγω του χιονιού είναι παρόμοια με τη μείωση λόγω των σταγόνων βροχής. Είναι περισσότερο καθοριστική για τις συχνότητες επάνω από 2 GHz, επάνω από την UHF ζώνη. Η μείωση λόγω της χαλαζόπτωσης καθορίζεται από το μέγεθος των κομματιών και την πυκνότητά τους. Δεδομένου ότι ο πάγος έχει έναν χαμηλότερο δείκτη διάθλασης, η μείωση λόγω της χαλαζόπτωσης είναι αρκετά χαμηλότερη από τη μείωση λόγω των σταγόνων βροχής.

    Ιονοσφαιρικά κύματα

    Διάδοση που επηρεάζεται από την παρουσία ενός αερίου-πλάσματος ηλεκτρονίων ψηλά στη γήινη ατμόσφαιρα.

    Η διάδοση των ραδιοσημάτων στις μεγάλες αποστάσεις είναι γενικά περιορισμένη στο μέρος υψηλής συχνότητας (HF) του φάσματος (περίπου 3 - 30 MHz), αν και η ιονοσφαιρική διάδοση μπορεί να πραγματοποιηθεί και σε άλλες συχνότητες σε ασυνήθιστες περιστάσεις.

    Τα σήματα HF διαθλούνται από τις περιοχές του ιονισμού που υπάρχουν ψηλά στη γήινη ατμόσφαιρα. Αυτές οι περιοχές είναι γνωστές ως ιονόσφαιρα και αποτελούνται από τα στρώματα των ιονισμένων μορίων αερίου και των ελεύθερων ηλεκτρονίων. Είναι το πλάσμα αερίου ηλεκτρονίων που μπορεί να διαθλάσει τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα και να τα αποτρέψει από τη διαφυγή στο διάστημα. Τα ιονισμένα μόρια αερίου δεν θεωρούνται πως διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στις ραδιοσυχνότητες.

    Ένα μεγάλο μέρος της πρόωρης ερευνητικής εργασίας στην ιονοσφαιρική διάδοση έγινε από τον καθηγητή E.V. Appleton FRS στη δεκαετία του '20 στα εργαστήρια Cavendish στο Καίμπριτζ.

    Η ακριβής ραδιοσυχνότητα που μπορεί να διαθλαστεί εξαρτάται από την πυκνότητα ηλεκτρονίων (που αυξάνεται με το ύψος από το έδαφος) και από τη γωνία της πρόσπτωσης των ραδιοκυμάτων στην ιονόσφαιρα. Αυτά εξαρτώνται ακόμα από την απόσταση μεταξύ των περιοχών, των τύπων κεραιών σε χρήση και του ορίου της ιονόσφαιρας.

    Το ποσό ιονισμού (και επομένως η πυκνότητα ηλεκτρονίων στο πλάσμα) εξαρτάται από τη ροή ακτινοβολίας (ηλιακή υπεριώδης ακτίνα) από τον ήλιο. Ο χωρισμός των ηλεκτρονίων από τα μόρια αερίου δημιουργεί το πλάσμα και τα ιόντα. Το επίπεδο ακτινοβολίας από τον ήλιο εξαρτάται από το χρόνο της ημέρας, την εποχή του έτους και τη φάση ενός 11 έτους (περ..) κύκλος της δραστηριότητας. Μια καλή εκτίμηση του επιπέδου ηλιακής δραστηριότητας μπορεί να βρεθεί με τον υπολογισμό του αριθμού κηλίδων που είναι ορατά στην επιφάνεια του ήλιου. Αυτοί συσχετίζουν καλά με το ηλιακό επίπεδο ακτινοβολίας και είναι εύκολο να παρατηρηθούν με ένα ηλιακό τηλεσκόπιο.

    Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η ηλιακή ροή αυξάνεται καθώς οι ηλιακές ακτίνες εισχωρούν στην ατμόσφαιρα και με την πυκνότητα ηλεκτρονίων (ο ιονισμός επεκτείνεται κάτω μέσω της ατμόσφαιρας). Αυτό επιτρέπει στις υψηλές συχνότητες (ίσως περίπου 20 MHz ή υψηλότερες) για να διαδοθούν σε μεγάλες αποστάσεις. Τα σήματα διαθλούνται από την ιονόσφαιρα και επιστρέφουν πίσω κάτω στη γη. Οι μεγάλες αποστάσεις μπορούν να υποστηριχθούν κατ' αυτό τον τρόπο. Τη νύχτα όταν η ηλιακή ροή είναι χαμηλή, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία απορροφάται λιγότερο και οι χαμηλότερες συχνότητες διαδίδονται καλύτερα.

     

    Η ιονόσφαιρα κατανέμεται στα στρώματα ως εξής:

    ΣΤΡΩΜΑ D: Αυτό διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας σε ένα ύψος περίπου 50 - 90 kms από το έδαφος. Δεδομένου ότι η πυκνότητα της ατμόσφαιρας σε αυτό το χαμηλό ύψος είναι αρκετά υψηλή, πολλή απορρόφηση πραγματοποιείται ειδικά στις χαμηλές συχνότητες (μέχρι 7MHz). Οι υψηλές συχνότητες δεν επηρεάζονται και μπορούν να διαπεράσουν στα πιό υψηλά επίπεδα με τη σχετικά χαμηλή μείωση. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, το στρώμα Dδιαλύεται γρήγορα και επηρεάζει το πολύ κατώτατο μέρος του φάσματος.

    ΣΤΡΩΜΑ Ε : Αυτό το στρώμα βρίσκεται σε περίπου 80 -125 kms από το έδαφος. Το στρώμα Ε δεν απορροφά τα σήματα τόσο όσο το στρώμα Dκαι μπορεί να υποστηρίξει κάποια μεγάλης απόστασης διάδοση. Το καλοκαίρι (και μερικές φορές το χειμώνα), τα πυκνά σύννεφα του ιονισμού μπορούν να διαμορφωθούν για μικρές χρονικές περιόδους. Αυτά τα στρώματα του "σποραδικού Ε" μπορούν να διαθλάσουν τα ραδιο σήματα στο μέρος VHF του φάσματος. Το σποραδικό Ε είναι υπαίτιο για τις μεγάλες αποστάσεις διάδοσης των σημάτων της ζώνης ΙΙ VHF και χρησιμοποιείται συχνά από τους ραδιο ερασιτέχνες ( αποστάσεις 2000 μιλίων ή περισσότερο έχουν επιτευχθεί).

    ΣΤΡΩΜΑ F: Πραγματικά, αυτό το στρώμα μπορεί να χωριστεί σε δύο: F1 και F2, όταν η ηλιακή ακτινοβολία είναι υψηλή (κατά τη διάρκεια της ημέρας). Αυτά τα στρώματα τείνουν να συγχωνευθούν μαζί τη νύχτα σε ένα ενιαίο στρώμα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, το F1 στρώμα διαμορφώνεται σε περίπου 200 kms και το F2 σε περίπου 400 kms. Ο όγκος των μεταδόσεων HF διαδίδεται από το στρώμα F2. Το ύψος των στρωμάτων Fείναι τόσο υψηλό που φωτίζεται από τον ήλιο για μεγάλες περιόδους της ημέρας και διαλύεται με αργό ρυθμό τη νύχτα. Το στρώμα είναι στο ελάχιστό του αμέσως πριν από την ανατολή και φθάνει στην αιχμή του αμέσως μετά από τη μεσημβρία.

    oocities.org/supercomgr

  15. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μπορεί να δυσκολέψουν κάποιον που ασχολείται για πρώτη φορά με την δορυφορική λήψη είναι τα μενού και οι ρυθμίσεις του δέκτη που έχει αγοράσει. Παρότι οι περισσότεροι δέκτες συνοδεύονται από οδηγίες χρήσης, πολλές από αυτές είναι ελλιπείς στην πληροφόρηση, κακογραμμένες και ακόμα χειρότερα μπορεί να μην υπάρχει καν ελληνική μετάφραση (καμιά φορά μπορεί να μην υπάρχουν ούτε καν στα αγγλικά οι οδηγίες). Για αυτό θα σας περιγράψουμε με λίγα λόγια τις βασικές ρυθμίσεις που θα πρέπει να κάνουμε στους περισσότερους δέκτες, καθώς και τα αρχικά βήματα για την σωστή λειτουργία του.

     

    Βασικές αρχικές ρυθμίσεις

    Μια από τις πρώτες εργασίες που θα πρέπει να κάνουμε όταν ανοίξουμε για πρώτη φορά τον δέκτη μας, είναι να ρυθμίσουμε την γλώσσα στα μενού, στον ήχο και στους υπότιτλους. Αναλόγως τον δέκτη θα υπάρχει ή όχι επιλογή για ελληνικά σε κάθε μία από αυτές τις ρυθμίσεις. Μπορεί για παράδειγμα να υπάρχει επιλογή για ελληνικά μόνο για το μενού, αλλά όχι για υπότιτλους. Εννοείται ότι οι ρυθμίσεις για ήχο και υπότιτλους έχουν νόημα μόνο για κανάλια που μεταδίδουν ήχο στα ελληνικά και έχουν και ελληνικούς υπότιτλους.

     

    Μενού εγκατάστασης (Installation)

    Αμέσως μετά την επιλογή γλώσσας πηγαίνουμε στο μενού εγκατάστασης, όπου εδώ θα κάνουμε όλες τις απαραίτητες ρυθμίσεις, ώστε ο δέκτης μας να είναι σε θέση να λαμβάνει σήμα από όλους τους δορυφόρους που μας ενδιαφέρουν, όπως επίσης να ανιχνεύσουμε και να αποθηκεύσουμε όλα τα κανάλια που βρίσκονται σ’ αυτούς.

     

    Εγκατάσταση δορυφόρου (Satellite setup)

    Πηγαίνουμε καταρχήν στο μενού «satellite setup», όπου εδώ θα επιλέξουμε έναν δορυφόρο από την έτοιμη λίστα, θα αλλάξουμε όποια από τα επιμέρους στοιχεία του θέλουμε (όνομα, τροχιακή θέση σε μοίρες, ρυθμίσεις για το τις συχνότητες λειτουργίας του LNB, επιλογή διακόπτη DiSEqC 1.0 ή 1.1 αν έχουμε εγκατάσταση με πολλά LNB). Επίσης, είναι πιθανό να δίνεται επιλογή και για ανίχνευση των καναλιών του δορυφόρου μέσα από το ίδιο μενού.

     

    Ρύθμιση κίνησης (Motorized settings)

    Στο επόμενο μενού θα κάνουμε τις απαραίτητες ρυθμίσεις για την κίνηση του μοτέρ μέσω του δέκτη μας (εφόσον έχουμε φυσικά μοτέρ). Επιλέγουμε αρχικά τον δορυφόρο που μας ενδιαφέρει, κατόπιν ένα ενεργό transponder (μπορούμε να βρούμε στις λίστες των δορυφόρων του περιοδικού) και τέλος αν ρυθμίσουμε την δυνατότητα κίνησης σε DiSEqC 1.2 ή Usals (λογικά στο μενού θα υπάρχει επίσης και η επιλογή Off, αν δεν θέλουμε να δίνεται κίνηση του μοτέρ από τον δέκτη).

     

    DiSEqC 1.2 Setup: Αν στον εξοπλισμό σας συμπεριλαμβάνεται μοτέρ κίνησης κατόπτρου DiSEqC 1.2, θα πρέπει να το δηλώσετε στον δέκτη από τα αντίστοιχα μενού. Αφού επιλέξετε δορυφόρο και κάποιο ενεργό transponder (η επιλογή γίνεται για να μπορούμε να βλέπουμε το σήμα του κατά την διάρκεια των ρυθμίσεων), πηγαίνετε στην εντολή Move (κίνηση) και με τα πλήκτρα κατεύθυνσης (βελάκια δεξιά και αριστερά) του τηλεκοντρόλ, κινήστε το μοτέρ, μέχρι να δείτε ένδειξη στην μπάρα ποιότητας σήματος. Στο σημείο που θα έχετε την ένδειξη καλύτερης ποιότητας, αποθηκεύστε την ρύθμιση. Μπορεί να υπάρχει επίσης επιλογή για μικρομετρική ρύθμιση του μοτέρ, δεξιά-αριστερά, ώστε να επιτύχετε όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια στην ρύθμιση και άρα καλύτερη λήψη.

     

    USALS Setup: Αν ο δέκτης μας υποστηρίζει USALS και έχουμε μοτέρ τύπου DiSEqC 1.2, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την επιλογή αντί του απλού DiSEqC 1.2. Εδώ θα πρέπει να εισάγουμε καταρχήν τις γεωγραφικές συντεταγμένες, μήκους και πλάτους (longitude, latitude) της περιοχής μας (μπορεί η ρύθμιση αυτή να γίνεται και σε διαφορετικό μενού, όπως για παράδειγμα στο satellite setup), όπου βάση αυτών θα υπολογιστούν οι θέσεις των δορυφόρων. Στο μενού USALS setup μπορεί να έχουμε παρόμοιες επιλογές κίνησης, όπως και στο DiSEqC 1.2 για καλύτερο έλεγχο του μοτέρ και μικρομετρική ρύθμιση. Αν η εγκατάσταση του μοτέρ δεν είναι απόλυτα ακριβής, μπορούμε να «παίξουμε» λίγο και με την θέση σε μοίρες του δορυφόρου, ώστε να πετύχουμε το καλύτερο σήμα (π.χ. να δηλώσουμε στο μενού αυτό 14οΕ για τον Hot Bird, αντί για 13°E).

     

    Έλεγχος μοτέρ (Motor Control): Από το μενού αυτό μπορούμε να ελέγξουμε τις λειτουργίες του μοτέρ, να το επαναφέρουμε στις αρχικές ρυθμίσεις του, να πάμε στο σημείο αναφοράς του (το κέντρο του), να βάλουμε ή να αφαιρέσουμε όρια κίνησης δυτικά και ανατολικά, απαραίτητα για να μην κινδυνεύει το μοτέρ μας να βγει εκτός των ορίων λειτουργίας του, αν του δώσουμε εντολή κατά λάθος να πάει πολύ δυτικά ή ανατολικά.

     

    Ανίχνευση καναλιών

    Απλή ανίχνευση

    Αναλόγως του δέκτη, η επιλογή για την απλή ανίχνευση ενός μόνο δορυφόρου μπορεί να βρίσκεται είτε σε αυτόνομο μενού ή σε κάποιο μενού για την κίνηση του μοτέρ, όπως αυτά που αναφέρθηκαν. Συνήθως δίνεται η επιλογή για ανίχνευση όλων των καναλιών, μόνο των ελεύθερων καναλιών, μόνο των κλειδωμένων ή μόνο των ραδιοφωνικών σταθμών. Επίσης, μπορούμε να ενεργοποιήσουμε και την ανίχνευση δικτύου (network ή NIT), κατά την οποία ο δέκτης θα πάρει πληροφορίες για τους ενεργούς transponder από τον ίδιο τον δορυφόρο, αν υπάρχουν αυτές (δεν εκπέμπουν όλοι οι δορυφόροι πληροφορίες δικτύου).

     

    Αυτόματη πλοήγηση (Auto Navigation)

    Επιλέγοντας το auto navigation, θα γίνει αυτόματη ανίχνευση όλων των δορυφόρων που έχουμε ενεργοποιημένους στον δέκτη ή μπορούμε να επιλέξουμε μόνο κάποιους από αυτούς. Η ανίχνευση δεν θα απαιτήσει καμία άλλη παρέμβαση από μέρους μας, αφού όλη η διαδικασία της μετακίνησης από δορυφόρο σε δορυφόρο (με μοτέρ ή μέσω διακόπτη) γίνεται αυτόματα από τον δέκτη.

     

    Τυφλή ανίχνευση (Blind search)

    Μία επιλογή ανίχνευσης που βρίσκουμε όλο και πιο συχνά σε δέκτες, είναι το «Blind Scan» (τυφλή σάρωση). Είναι πολύ χρήσιμη όταν δεν υπάρχουν όλοι οι transponder ενός δορυφόρου στις έτοιμες λίστες του δέκτη, όταν υπάρχουν αλλαγές σε αυτούς, ενώ χρησιμοποιείται και από τους κυνηγούς πρόσκαιρων εκπομπών (feed hunters). Με αυτή τη λειτουργία ο δέκτης θα ψάξει όλο το φάσμα συχνοτήτων εκπομπής και στις δύο πολώσεις, χωρίς να χρειαστεί να ξέρει κάποια στοιχεία, όπως το SR και το FEC, που κατά τα άλλα είναι απαραίτητα. Σε πολλούς δέκτες μπορούμε να επιλέξουμε το φάσμα ανίχνευσης, την ανίχνευση σε συγκεκριμένη περιοχή SR, την πόλωση και συγκεκριμένο βήμα συχνότητας. Με αυτό τον τρόπο η ανίχνευση μπορεί να τελειώσει πιο γρήγορα (αναλόγως του δέκτη, η πλήρης ανίχνευση ενός δορυφόρου με blind scan μπορεί να κρατήσει από λίγα λεπτά ως και μερικές ώρες).

     

    Προηγμένη ανίχνευση (Advanced search)

    Στο μενού αυτό έχουμε την επιλογή προσθήκης, διαγραφής ή αλλαγής συχνότητας, SR, πόλωσης και FEC (αν και το τελευταίο όλο και λιγότερο χρειάζεται στους σύγχρονους δέκτες), ενός transponder κάποιου δορυφόρου, και την ανίχνευσή του. Η επιλογή ανίχνευσης δικτύου μπορεί να παρέχεται και στην συγκεκριμένη επιλογή.

     

    Ανίχνευση με PID (PID search)

    Μία ακόμα επιλογή προηγμένης ανίχνευσης. Εδώ επιπλέον από τα στοιχεία που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο, μπορούμε ακόμα να δώσουμε τα στοιχεία των Audio, Video και PCR PID (Packet Identifier, αναγνωριστικό πακέτου), τα οποία αναφέρονται ως αριθμοί σε δεκαδική ή δεκαεξαδική μορφή και ταυτοποιούν ένα συγκεκριμένο κανάλι (τηλεοπτικό, ραδιοφωνικό ή δεδομένων) κάποιου transponder. Η επιλογή είναι χρήσιμη αν ξέρουμε ήδη αυτά τα στοιχεία (από λίστες με κανάλια του περιοδικού ή από το internet) και ο δέκτης μας δεν μπορεί να τα ανιχνεύσει από μόνος του.

     

    Ρυθμίσεις Συστήματος (System Settings)

    Έχοντας κάνει τις αρχικές ρυθμίσεις και ανιχνεύσει τους δορυφόρους, περνάμε τώρα στις ρυθμίσεις του συστήματος. Εδώ μπορούμε να δούμε όλα ή κάποια από τα παρακάτω μενού αναλόγως τον δέκτη.

     

    Ρύθμιση Ώρας (Time Setting): Εδώ μπορούμε να ρυθμίσουμε την ώρα. Ανάλογα με την ζώνη ώρας που βρισκόμαστε, επιλέγουμε και την διαφορά ώρας από την GMT (Greenwich Mean Time), η οποία για την Ελλάδα είναι +2 ώρες. Επιπλέον, μπορούμε να επιλέξουμε χειμερινή ή θερινή ώρα, όπως και ρυθμίσεις για το αυτόματο ξεκίνημα ή κλείσιμο του δέκτη σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας.

     

    Ρύθμιση Εξόδου A/V (A/V Output): Μια δεύτερη ρύθμιση είναι το σήμα εξόδου ήχου και εικόνας (AV). Ανάλογα με τον δέκτη που έχουμε και τις εξόδους του, θα μπορέσουμε να επιλέξουμε έξοδο video μέσω Scart (συνήθως σήμα συνιστωσών – component – όπως και RGB), μέσω S-Video, μέσω βυσμάτων Component ή τέλος μέσω HDMI (και στην περίπτωση των HD δεκτών της Dreambox μέσω DVI), αν ο δέκτης μας είναι HD (αν και τέτοιον ακροδέκτη μπορούμε να τον συναντήσουμε ήδη και σε δέκτες απλής ανάλυσης). Την καλύτερη ποιότητα μπορούμε να την πάρουμε κατά σειρά από HDMI ή DVI, Component (αν και υπάρχουν αναφορές ότι αυτή η έξοδος δίνει καλύτερη ποιότητα σε κάποιους δέκτες), RGB, S-Video και τέλος από Composite (ακόμα χειρότερη εικόνα δίνει η έξοδος μέσω RF που έχουν αρκετοί δέκτες, η ρύθμιση της οποίας γίνεται επίσης στο ίδιο μενού). Για τον ήχο συνήθως η επιλογή περιορίζεται στην ενεργοποίηση ή όχι της θύρας SPDIF, από την οποία μπορούμε να δώσουμε ψηφιακό σήμα ήχου σε κάποιον ενισχυτή AV, ο οποίος και θα αναλάβει την αποκωδικοποίησή του.

     

    Ρύθμιση Μενού (OSD): Πηγαίνοντας στο μενού OSD μπορούμε να διαλέξουμε γλώσσα για τα μενού (αν δεν την έχουμε επιλέξει στην αρχή), το ποσοστό διαφάνειάς τους και την διάρκεια που θα εμφανίζονται τα μενού στην οθόνη.

     

    Ρύθμιση Κωδικού: Στο μενού των κωδικών πρόσβασης (Password settings), μπορούμε να εισάγουμε κωδικό γονικού ελέγχου και κωδικούς πρόσβασης στα διάφορα μενού ρυθμίσεων του δέκτη (δεν υποστηρίζεται από όλους τους δέκτες), ώστε να μην μπορεί να γίνουν κατά λάθος αλλαγές στις ρυθμίσεις μας.

     

    Εργοστασιακές ρυθμίσεις (Factory Reset): Επόμενο μενού είναι η επαναφορά των εργοστασιακών ρυθμίσεων (Factory Reset), όπου μπορούμε να διαγράψουμε όλα ή επιλεκτικά τα δεδομένα των καναλιών, ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών, ακόμα και να επαναφέρουμε μία αρχική λίστα καναλιών αν υποστηρίζεται αυτή η λειτουργία από τον δέκτη.

     

    Μεταφορά δεδομένων (Data Transfer): Πηγαίνοντας στο μενού της μεταφοράς δεδομένων (Data Transfer), μπορούμε να κάνουμε ανανέωση του λογισμικού, της λίστας καναλιών και των ρυθμίσεων του δέκτη, από έναν υπολογιστή που είναι συνδεμένος μέσω σειριακής θύρας (RS-232) ή να σώσουμε στον υπολογιστή τις ίδιες ρυθμίσεις, ώστε να μπορούμε να τις επεξεργαστούμε σε κάποιο κατάλληλο πρόγραμμα συμβατό με τα αρχεία του δέκτη μας. Όπως θα δούμε παρακάτω, μεταφορά δεδομένων μπορούμε να κάνουμε και με άλλο τρόπο.

     

    Διαχείριση καναλιών (Edit Channels)

    Επιλογή αγαπημένων (Favorites): Από το μενού αυτό θα μπορέσουμε να ορίσουμε λίστες με αγαπημένα κανάλια. Μπορεί να υπάρχουν έτοιμες κατηγορίες αγαπημένων (Μουσική, Νέα, Αθλητικά, Ταινίες, κλπ.), αλλά συνήθως μπορούμε να ορίσουμε και τις δικές μας κατηγορίες ή να μετονομάσουμε τις ήδη υπάρχουσες. Μπαίνοντας στο μενού διαλέγουμε μία από αυτές τις κατηγορίες και μεταφερόμαστε σε μία λίστα με τα κανάλια του (ή των) δορυφόρου που επιθυμούμε. Εδώ, με την χρήση του τηλεχειριστηρίου και των κατάλληλων προεπιλεγμένων πλήκτρων (τα οποία συνήθως φαίνονται στο μενού), μαρκάρουμε τα κανάλια της λίστας που θέλουμε να εισάγουμε στην συγκεκριμένη λίστα αγαπημένων. Όταν τελειώσουμε, βγαίνουμε από το μενού σώζοντας τη λίστα και προχωράμε στην επόμενη κατηγορία, μέχρι να ορίσουμε όλα τα αγαπημένα κανάλια που θέλουμε.

     

    Μετονομασία Καναλιών (Rename channels): Επιλέγοντας το μενού της μετονομασίας, μπαίνουμε – όπως και πριν – στην ίδια λίστα με τα κανάλια, επιλέγουμε όποιο θέλουμε και του αλλάζουμε το όνομα (εδώ μπορεί να υπάρχει και η επιλογή αλλαγής των PID του καναλιού). Βγαίνοντας από το μενού σώζουμε τις αλλαγές.

     

    Μετακίνηση, Διαγραφή, Προσθήκη, Παράβλεψη & Κλείδωμα καναλιών, (Move, Delete, Add, Skip & Lock channels): Με αντίστοιχο τρόπο (και με μικροπαραλλαγές στην διαδικασία αναλόγως την περίπτωση) όπως στα προηγούμενα μενού, μπορούμε να μετακινήσουμε, διαγράψουμε, προσθέσουμε, παραβλέψουμε ή κλειδώσουμε όποια κανάλια θέλουμε, αφού τα μαρκάρουμε πρώτα με το ενδεδειγμένο κουμπί από το τηλεχειριστήριο.

     

    USB menu

    Ένα μενού που βλέπουμε όλο και πιο συχνά στους νεότερους δέκτες είναι το μενού της διαχείρισης μονάδων αποθήκευσης σε USB, όπως USB stick, flash, εξωτερικοί δίσκοι USB (δεν υποστηρίζονται από όλους τους δέκτες που έχουν θύρα USB οι τελευταίοι). Εδώ θα μπορέσουμε να παίξουμε από τον δέκτη αρχεία mp3, να δούμε φωτογραφίες σε jpg, την λίστα των αρχείων που υπάρχουν στην μονάδα αποθήκευσης (και τους φακέλους της), να μεταφέρουμε αρχεία συστήματος και ρυθμίσεων από και προς τον δέκτη για την αναβάθμισή του ή για το σώσιμό του στον υπολογιστή και την επεξεργασία τους αργότερα (ή ακόμα και την μεταφορά τους σε άλλον παρόμοιο δέκτη). Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα διαχείρισης της μονάδας USB μέσα από τον δέκτη, κάνοντας format σ’ αυτήν ή διαγράφοντας τα δεδομένα που περιέχει.

     

    EPG

    Βγαίνοντας από το κύριο μενού του δέκτη, μπορούμε, πατώντας το πλήκτρο EPG (ηλεκτρονικός οδηγός προγράμματος), το οποίο υπάρχει στα περισσότερα τηλεχειριστήρια, να μπούμε στο μενού διαχείρισής του. Εδώ θα επιλέξουμε το κανάλι που μας ενδιαφέρει και αν αυτό εκπέμπει πληροφορίες EPG (δεν εκπέμπουν όλα τα κανάλια τέτοιες πληροφορίες), θα μπορέσουμε να προγραμματίσουμε τον δέκτη να κάνει συγκεκριμένες λειτουργίες την ώρα έναρξης και λήξης αυτών των προγραμμάτων. Οι λειτουργίες που συνήθως υποστηρίζονται είναι η εκκίνηση του δέκτη, αν βρίσκεται σε αναμονή, την ώρα που ξεκινάει το πρόγραμμα που θέλουμε, η αυτόματη επιλογή του καναλιού από το οποίο εκπέμπεται αυτό το πρόγραμμα και το αυτόματο κλείσιμο (σε λειτουργία αναμονής) του δέκτη με την λήξη του. Ακόμα υποστηρίζεται με παρόμοιο τρόπο η μεταγωγή σε προγραμματισμένο κανάλι όταν ξεκινάει ένα πρόγραμμα που έχουμε επιλέξει στο μενού του EPG, καθώς και η έναρξη και λήξη εγγραφής του, εφόσον βέβαια έχουμε εγκαταστήσει το μέσο εγγραφής (εσωτερικός σκληρός δίσκος ή εξωτερική μονάδα σε USB). Αξιοσημείωτο είναι ότι η επιλογή μπορεί να γίνει και για τακτά χρονικά διαστήματα (ημερήσια, εβδομαδιαία), ώστε να επαναλαμβάνεται αυτόματα χωρίς την δικιά μας παρέμβαση πλέον.

     

    Επίλογος

    Ένα πράγμα που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι για τις ανάγκες της συγγραφής του άρθρου ακολουθήθηκε η σειρά και η διάταξη των μενού ενός συγκεκριμένου δέκτη. Σε άλλους δέκτες η διάταξη και η σειρά μπορεί να είναι τελείως διαφορετική, όπως διαφορετική μπορεί να είναι και η ονομασία των μενού. Επίσης, μπορεί να υπάρχουν περισσότερες ή λιγότερες επιλογές, ανάλογα με τον δέκτη. Όπως και να ’χει πάντως, η πρώτη επιλογή που πρέπει πάντα να κάνουμε όταν αγοράζουμε έναν δέκτη, είναι να συμβουλευόμαστε το εγχειρίδιο λειτουργίας του, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι πάντα σε θέση να μας δώσει όλες τις πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά και τις ρυθμίσεις. Αν μη τι άλλο, θα μπορέσουμε να δούμε τι επιλογές μας δίνει ο δέκτης και το πού βρίσκονται αυτές. Οι φωτογραφίες και μόνο του manual μπορούν να βοηθήσουν κάποιες φορές αν δεν ξέρουμε την γλώσσα που είναι γραμμένο το εγχειρίδιο. Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι για ορισμένες ρυθμίσεις που αναφέρθηκαν, όπως η ρύθμιση του μοτέρ ή μιας εγκατάστασης με πολλά LNB και διακόπτη (ή ακόμα περισσότερο διακόπτες) DiSEqC 1.0/1.1, είναι πιθανόν να χρειαστούμε βοήθεια από κάποιον ειδικό ή τουλάχιστον φίλο και γνώστη αυτών των ρυθμίσεων, αν δεν έχουμε ασχοληθεί άλλη φορά και δεν αισθανόμαστε έτοιμοι ή δεν έχουμε τον χρόνο και την θέληση να ασχοληθούμε με αυτές.

    digitaltvinfo.gr

  16. * Τι χρειάζεται για να έχω δορυφορική λήψη;

    Χρειάζεται ένας δορυφορικός δέκτης που θα συνδεθεί στην τηλεόραση και ένα κάτοπτρο μαζί με LNB. To LΝΒ είναι το εξάρτημα που κάνει την λήψη (το κάτοπτρο συγκεντρώνει το σήμα) και θα πρέπει να συνδεθεί με ομοαξονικό καλώδιο με τον δορυφορικό δέκτη.

     

     * Πόσο κοστίζει ένα δορυφορικό σύστημα λήψης;

    Η τιμή θα είναι το άθροισμα Κάτοπτρο + LNB + Καλώδιο + Δέκτης + Εγκατάσταση. Ενδεικτικά η πιο οικονομική περίπτωση που είναι ένας δέκτης FTA με κάτοπτρο για λήψη από τον Hotbird αν το τοποθετήσετε μόνοι σας θα κοστίσει γύρω στα € 100. Αν σκοπεύετε να κάνετε λήψη από πολλούς δορυφόρους θα χρησιμοποιήσετε μεγαλύτερο κάτοπτρο, επιπλέον LNB και διακόπτη diseqc οπότε η τιμή θα είναι πάνω από € 150

     

    * Τι μέγεθος κάτοπτρο να χρησιμοποιήσω;

    Μια καλή λύση είναι να πάρεις ένα κάτοπτρο 100 με 110 cm και να τοποθετήσεις και ένα παράκεντρο LNB ώστε να έχεις λήψη από δύο δορυφόρους (Hotbird 13E και Astra 19.2E). Για την λήψη μόνο του δορυφόρου Hotbird υπεραρκεί ένα κάτοπτρο 80 cm και για την λήψη του Hellasat αρκεί ένα κάτοπτρο 60 cm

     

    * Πόσα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια μπορώ να πιάσω;

    Από την Ελλάδα, αν συντονιστείτε στην τροχιακή θέση Hotbird, με ένα απλό ψηφιακό δορυφορικό δέκτη (και όχι ιδιοκτησιακό,) μπορείτε να κάνετε λήψη από περίπου 1.000 κανάλια τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά πολλά από τα οποία είναι FTA (free to air δηλαδή χωρίς κωδικοποίηση). Αν συντονιστείτε και στον Astra τα κανάλια θα είναι γύρω στα 1.800.

    Γενικά, από ανατολικά προς τα δυτικά οι δορυφόροι με εύκολη λήψη από την Ελλάδα με μέγεθος κατόπτρου offset 120 εκατοστών είναι: Turksat 42Eº, Hellas Sat 39Eº, Astra 28,2Eº, Arabsat 26Eº, Astra 19.2Eº, Eutelsat W2 16Eº, Hotbird 13Eº, Eutelsat W1 10Eº, Eutelsat W3 7Eº, Sirius 5Eº, Thor 0,8Wº, Nilesat 7Wº και Hispasat 30Wº. Από αυτούς οι περισσότερο εμπορικοί, λόγω είδους προγραμμάτων είναι οι τονισμένοι με έντονα γράμματα και πολύ περισσότερο ο Hotbird 13Eº και ο Astra 19.2Eº που στην πραγματικότητα είναι ομάδες δορυφόρων στην ίδια τροχιακή θέση εκπέμποντας έτσι μεγάλο αριθμό καναλιών από το ίδιο σημείο.

     

    * Τι είδους κανάλια FTA μπορώ να παρακολουθήσω;

    Τα κανάλια από τις τροχιακές θέσεις του Hotbird και Astra σε ελεύθερη λήψη είναι κυρίως ιταλόφωνα, γερμανόφωνα, γαλλόφωνα, αραβικά. Ακόμα λίγα αγγλόφωνα κανάλια ελληνικά, ισπανικά έως και ιαπωνικά.

     

    * Ποιο είδος δέκτη να προτιμήσω;

    Αν σκοπεύετε να διαθέσετε τα λιγότερα δυνατόν χρήματα ένας δέκτης FTA είναι αυτός που θα απεικονίσει όλα τα ελευθέρα εκπεμπόμενα σήματα από τον δορυφόρο που θα κάνει λήψη. Πολλοί δέκτες FTA μπορούν να αποκωδικοποιήσουν κάποια συνδρομητικά κανάλια κάνοντας χρήση εξομοιωτή αποκωδικοποίησης στο λειτουργικό τους (emulator). Η χρήση του εξομοιωτή βέβαια για την αποκωδικοποίηση είναιπαράνομη σύμφωνα με την νομοθεσία. Η επόμενη περίπτωση είναι ένας δέκτης με μια θέση που δέχεται κάρτα οποιουδήποτε συστήματος, η ένας δέκτης με θέση για άρθρωμα ώστε αν ποτέ θέλετε να μπορείτε να γίνεται συνδρομητής σε κάποιο παροχέα. Αν σκοπεύετε να γίνετε συνδρομητής από την αρχή σε πάνω από ένα παροχείς θα επιλέξετε κάποιο δέκτη με παραπάνω από μια θέσεις για κάρτες ή θέσεις για μόντουλες πάντα σε σχέση με το σύστημα που χρησιμοποιεί ο παροχέας και εφόσον μπορείτε να προμηθευτητε συνδρομητικες καρτες. Οι περισσότεροι από τους προηγούμενους τύπους δεκτών περιλαμβάνουν και εξομοιωτή. Πριν πάρετε δέκτη βεβαιωθείτε πως μπορεί να λειτουργήσει στον παροχέα που έχετε επιλέξει γιατί μερικοί παροχείς έχουν «παντρέψει» τις κάρτες τους με τους ιδιοκτησιακούς δέκτες που παρέχουν. Στην τελευταία περίπτωση η μόνη λύση ειναι αυτή του ιδιοκτησιακού δέκτη

     

    * Ποια είδη δορυφορικών δεκτών υπάρχουν;

    Υπάρχουν δορυφορικοί δέκτες FTA (Free To Air) δηλαδή δέκτες για λήψη ελεύθερων καναλιών που δεν έχουν υποδοχή για συνδρομητική κάρτα, δέκτες με μία ή περισσότερες θέσεις για συνδρομητικές κάρτες, για ένα ή παραπάνω είδη κωδικοποίησης, δέκτες με θέση (ή θέσεις) για κάρτα και θέση άρθρωμα (module) και δέκτες ιδιοκτησιακοί, που προορίζονται για την αποκρυπτογράφηση ενός μόνο πακέτου. Στην Ελλάδα πλέον η nova δίνει συνδρομές μόνο μαζί με δικούς της «ιδιοκτησιακούς» δέκτες. Η κάρτα πρόσβασης για το πακέτο της nova είναι irdeto2 αλλά δέν μπορεί να διαβαστεί από οποιοδήποτε δέκτη που μπορεί να δεχτεί κάρτα irdeto2 γιατί για λόγους καταπολέμησης της πειρατείας η nova έχει «παντρέψει» τις κάρτες της με τους δέκτες της.

     

    * Τι είναι σύστημα κωδικοποίησης τι είναι κάρτα τι είναι άρθρωμα (modul);

    Τα συνδρομητικά πακέτα εκπέμπουν κωδικοποιημένα τα κανάλια σε κάποιο σύστημα. Για να είναι ικανός ο δέκτης να προβάλλει αυτά τα κανάλια χρειάζεται να έχει συμβατή θέση για την κάρτα που θα του παρέχει η εταιρία. Έτσι π.χ. για να μπορέσει κάποιος να δει NOVA σε ένα δέκτη θα πρέπει ο δέκτης να έχει θέση για κάρτα τύπου IRDETO2 που είναι το σύστημα που χρησιμοποιεί η NOVA. Υπάρχουν δέκτες με θύρα που είναι μόνο IRDETO2 συμβατή, δέκτες με θύρα που είναι συμβατή με όλα τα συστήματα κωδικοποίησης και δέκτες με υποδοχή για ένα άρθρωμα (mudul) στο οποίο τοποθετείται η κάρτα. Υπάρχουν

    αρθρώματα συμβατά με ένα η πολλά συστήματα κωδικοποίησης.

     

    * Τι ειναι ιδιοκτησιακός δέκτης;

    Ο ιδιοκτησιακός δέκτης παρέχει τα κανάλια του πακέτου συνδρομής και μερικά επιπλέον κανάλια FTA. Παρέχει επίσης αμφίδρομες υπηρεσίες με την εταιρία που οι άλλοι δέκτες δεν μπορούν να παρέχουν αφού το λειτουργικό του έχει σχεδιαστεί ειδικά για αυτό το πακέτο. Ωστόσο ο αριθμός των καναλιών σε ένα τέτοιο δέκτη ορίζεται από τον παροχέα που τηλεφορτώνει στον δέκτη κανάλια χωρίς να επιτρέπει στον χρήστη να επιλέξει και να προσθέσει άλλα κανάλια. Τέλος ένας τέτοιος δέκτης αποκωδικοποιεί μόνο ένα σύστημα και σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει εξομοιωτή διαφορετικού συστήματος κωδικοποίησης.

     

    * Μπορώ να κάνω μόνος μου μια δορυφορική εγκατάσταση;

    Για να γίνει η λήψη δορυφορικών προγραμμάτων θα πρέπει το LNB και κατ επέκταση το κάτοπτρο να προσανατολιστεί σωστά όσο αναφορά την κλίση του και την κατεύθυνση του ώστε να έχει οπτική επαφή με τον δορυφόρο. Αν πρόκειται για πολύ δυνατό δορυφόρο και υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία η εγκατάσταση μπορεί να γίνει από κάποιον αν ακολουθήσει σωστά τις οδηγίες που θα του δώσει κάποιος τεχνικός ή θα διαβάσει σε κάποιο έντυπο εγχειρίδιο, ή στο internet. Σε περίπτωση που ο δορυφόρος έχει αδύνατο σήμα για να γίνει η εγκατάσταση χρειάζεται πεδιόμετρο.

     

    * Τα μικροκύματα που θα λαμβάνει το κάτοπτρο μπορεί να είναι επικίνδυνα για την υγεία;

    Τα κύματα που συλλέγει το κάτοπτρο και στην συνεχεία ενισχύει και στέλνει στον δέκτη το LNB είναι εξαιρετικά μικρής ισχύος σε σχέση με τα επίγεια. Τα σήματα υπάρχουν έτσι και αλλιώς είτε τοποθετήσουμε κεραία για να τα μεταφράσουμε σε εικόνα είτε όχι. Το κάτοπτρο δεν «ελκύει» τα μικροκύματα, τα μικροκύματα υπάρχουν παντού είτε υπάρχει κάτοπτρο είτε όχι και κυκλοφορούν παντού! Το κάτοπτρο σε συνδυασμό με το LNB απλά τα «διαβάζει» κατάλληλα ώστε ο δέκτης να τα μετατρέψει σε εικόνα.

    satspot.gr

  17. Είναι λογικό να υπάρχουν περιορισμοί στο μέγεθος της ισχύος, με την οποία ο transponder ενός δορυφόρου μπορεί να εκπέμψει ένα σήμα. Τους περισσότερους περιορισμούς τους βάζει η διαθέσιμη ενέργεια που έχει ο κάθε transponder, αλλά και το συνολικό βάρος του δορυφόρου, που δεν μπορεί να ξεπερνάει αυτό που ο πύραυλος εκτόξευσης μπορεί να μεταφέρει.

    Πηγή ενέργειας είναι ο ήλιος, η ακτινοβολία του οποίου συλλέγεται από φωτοβολταϊκές κυψέλες και μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια που συσσωρεύεται σε μπαταρίες. Οι κατασκευαστές ενός δορυφόρου έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο λύσεις με βάση τη διαθέσιμη ενέργεια: μικρή ισχύ σε πολλούς transponder ή μεγάλη ισχύ σε λίγους.

    Ανάλογα με την ισχύ των transponder τους οι δορυφόροι κατατάσσονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

    •Δορυφόροι FSS (Fixed Service Satellites). Μικρή ισχύς ανά transponder (10-20W) αλλά αρκετοί transponder και έτσι πολλά κανάλια. Χρησιμοποιούνται και σε άλλες τηλεπικοινωνιακές εφαρμογές, όπως μετάδοση τηλεφωνικών κλήσεων και πληροφοριών. Δεν είναι κατάλληλοι για λήψη από το σπίτι, αφού η χαμηλή ισχύς τους απαιτεί κεραίες μεγάλου διαμετρήματος.

    •Δορυφόροι ΒSS (Broadcast Service Satellites). Μεγάλη ισχύς ανά transponder, αλλά λίγοι σε αριθμό transponder. Αυτό κάνει εύκολη τη λήψη τους και με κάτοπτρο μικρού διαμετρήματος, και έτσι και από τους καταναλωτές στο σπίτι. Υπάρχουν και υποκατηγορίες, όπως DBS (Direct Broadcast Service) και semi DBS, ανάλογα πάντα με την ισχύ που ξεκινάει από τα 100 W/transponder στους DBS και καταλήγει στα 45 W/transponder στους semi DBS.

    Τα μικροκύματα έχουν εξαιρετική κατευθυντικότητα, κάτι που επιτρέπει στους οργανισμούς που διαχειρίζονται τους δορυφόρους να κατευθύνουν το σήμα εκπομπής των transponder σε πολύ συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Ανάλογα με την μπάντα εκπομπής, την ισχύ του transponder και το σχήμα της κεραίας εκπομπής του δημιουργείται μια δέσμη σήματος από το δορυφόρο προς τη Γη, που καλύπτει μια συγκεκριμένη γεωγραφικά περιοχή. Η σχηματική απεικόνιση της δέσμης αυτής ονομάζεται δορυφορικό ίχνος (ιχνοδιάγραμμα) ή αποτύπωμα (footprint) και μπορεί να έχει σχήμα κυκλικό ελλειπτικό ή και ακανόνιστο. Με τη βοήθεια των footprints μπορούμε να γνωρίζουμε τη δύναμη του σήματος ενός transponder σε κάθε περιοχή και έτσι να υπολογίσουμε τον εξοπλισμό που χρειάζεται για την λήψη του αν βέβαια είναι αυτή δυνατή.

    Στο κέντρο του ίχνους το σήμα είναι ισχυρό, ενώ εξασθενεί όσο απομακρυνόμαστε προς την περιφέρεια δημιουργώντας την ανάγκη χρήσης μεγαλύτερου κατόπτρου. Η δύναμη του σήματος εκπομπής ενός δορυφόρου εκφράζεται σε dΒW. Μια αύξηση της τάξης των 3 dΒW σημαίνει διπλασιασμό της ισχύος, ενώ μια αύξηση 10 dΒW ισοδυναμεί με δεκαπλασιασμό της ισχύος.

    Οι περισσότεροι δορυφόροι που εκπέμπουν στην μπάντα C έχουν ισχύ σήματος από 33 μέχρι 38 dΒW, ενώ η ισχύς των σημάτων από δορυφόρους που εκπέμπουν στην μπάντα Κu, είναι της τάξης των 47 με 52 dBW. Επιπλέον η μπάντα Κυ είναι υψηλότερης συχνότητας και μικρότερου μήκους κύματος από την μπάντα C και άρα η λήψη της είναι ευκολότερη. Ενδεικτικά στην μπάντα Ku για την λήψη ενός σήματος με ισχύ 47 dBW χρειάζεται κάτοπτρο 90 cm ενώ για ασθενέστερο σήμα με ισχύ 45 dBW χρειάζεται κάτοπτρο 120 cm. Από την άλλη, το σήμα εκπομπής μικρού μήκους κύματος, της μπάντας Κu, είναι περισσότερο ευάλωτο σε άσχημες καιρικές συνθήκες και κυρίως στη βροχή, που μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα στη λήψη. Γενικά όμως η λήψη στην μπάντα C είναι πιο απαιτητική, αν και τον τελευταίο καιρό έχουν κάνει την εμφάνιση τους και εκπομπές με ισχυρό σήμα σε αυτήν την μπάντα που έχουν βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση δίνοντας την δυνατότητα λήψης με μικρότερης διαμέτρου κάτοπτρα.

    http://www.satspot.gr

×
×
  • Δημιουργία νέου...